HUMANITAS

Ο όρος «Φιλανθρωπία» σημαίνει φιλότητα προς το ανθρώπινο είδος, όπως ακριβώς ο όρος «Φιλοθεϊα» σημαίνει φιλότητα προς τους Θεούς. Ενώ η δεύτερη εκδηλώνεται μέσω της Αρετής της «Ευσεβείας», η «Φιλανθρωπία» εκδηλώνεται μέσω της αναγνωρίσεως του Ανθρώπου (με κεφαλαίο άλφα) ως μιας Αυταξίας, δηλαδή μιας αυτάρκους και αυτοτελούς αξίας, μιας αξίας που είναι τέτοια εξαιτίας του ίδιου της του εαυτού.

Στην σωζόμενη Ελληνική Γραμματεία, ο όρος απαντάται αρχικά στην τραγωδία «Προμηθεύς Δεσμώτης» του Αισχύλου, όπου ο, χαρακτηριζόμενος από «ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΝ ΤΡΟΠΟΝ», Προμηθεύς δωρίζει στους ανθρώπους την αισιοδοξία και την φωτιά και ακολουθεί ο πλατωνικός διάλογος «Ευθύφρων» (3d), στον οποίο ο Σωκράτης παραδέχεται πως διδάσκει αδιακρίτως, ακόμα και δωρεάν, τους ανθρώπους από φιλότητα και ειλικρινές ενδιαφέρον γι’ αυτούς, δηλαδή από «φιλανθρωπία». Η «Φιλανθρωπία» των Θεών και η «Φιλανθρωπία» των θνητών διαφέρουν στο ότι η πρώτη αποτελεί ιδιότητα των πρώτων, ενώ η δεύτερη είναι αποτέλεσμα εκπαιδεύσεως και εκπολιτισμού, γι’ αυτό και, υπό ευρύτερη έννοια, αντίθετο του «φιλανθρώπου» είναι όχι μόνον ο «μισάνθρωπος», αλλά και ο «φιλοβάρβαρος» (η γνωστή κατηγορία του Πλουτάρχου κατά του Ηροδότου).

Ταυτόσημη σχεδόν της «Φιλανθρωπίας» είναι η «Φιλαλληλία», η φιλότητα δηλαδή και το ειλικρινές ενδιαφέρον προς τους άλλους ανθρώπους, τους συνανθρώπους μας, η λεγόμενη «ανθρωπιά», η φροντίδα για τους άλλους δίχως απαίτηση ανταλλάγματος (αντίθετο της «Φιλαλληλίας είναι η «Μισαλληλία»). Κατά τον Αριστοτέλη, η «Φιλαλληλία» αποτελεί φυσικό χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου είδους: «ΦΙΛΑΛΛΗΛΟΝ ΓΑΡ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΝ ΖΩΟΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ». Στα πλαίσια άλλωστε της οργανικότητας της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, η «Φιλαλληλία» ήταν παλαιόθεν κάτι το αυτονόητο. Ο Μένανδρος γράφει χαρακτηριστικά πως ζωή είναι να μην ζούμε μόνον για τον εαυτό μας: «ΤΟΥΤ’ ΕΣΤΙ ΤΟ ΖΗΝ, ΜΗ ΣΕΑΥΤΩι ΖΗΝ ΜΟΝΩι». Η «Φιλανθρωπία» / «Φιλαλληλία» νοείται για τους Έλληνες ως απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική συνοχή και ενότητα, καθώς και για την λεγόμενη «ομόνοια», όμοια όπως προϋποτίθεται και η ευρύτερη «Φιλότης» την οποία αναλύσαμε σε μία από τις πρώτες μας διαλέξεις.

Το «φιλοφρονούμαι», δηλαδή συμπεριφέρομαι με ευγένεια και φιλότητα, είναι το ρήμα που χρησιμοποιεί ο Πλάτων στους «Νόμους» (738d, «(ΟΠΩΣ ΑΝ) ΦΙΛΟΦΡΟΝΩΝΤΑΙ ΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙΚΕΙΩΝΤΑΙ ΜΕΤΑ ΘΥΣΙΩΝ»), προκειμένου να περιγράψει τον υπό τους ιερούς θεσμούς πολιτισμένο βίο. Ο Πλάτων και οι οπαδοί του (Σπεύσιππος, κ.λπ.), ορίζουν την «Φιλανθρωπία» ως ηθική διάθεση που κατευθύνει στην φιλότητα προς τους ανθρώπους, διάθεση ευεργεσίας προς τους ανθρώπους, σχέση που διέπεται από χαριστικότητα και ενδιαφέρον που αποδεικνύονται με ευεργετική πράξη («ΕΞΙΣ ΕΥΑΓΩΓΟΣ ΗΘΟΥΣ ΠΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΦΙΛΙΑΝ. ΕΞΙΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. ΧΑΡΙΤΟΣ ΣΧΕΣΙΣ. ΜΝΗΜΗ ΜΕΤ’ ΕΥΕΡΓΕΣΙΑΣ», «Επιγράμματα», 412c).

Είναι αστείο όσο και τραγικό συνάμα, ότι αμέτρητοι άνθρωποι εδώ και αιώνες έχουν «πειστεί» για την υποτιθέμενη ανωτερότητα της θρησκείας τους, η οποία δικαιολογεί μάλιστα την κάθε είδους κτηνωδία προς άλλους ανθρώπους που απλώς έχουν διαφορετικές απόψεις περί της θεότητας, επειδή, λέει, ο ιδρυτής της διατύπωσε το ασαφές «ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς», το οποίο βεβαίως παρακάτω συμπληρώνεται από το «υμείς φίλοι μου έστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν». Πολλούς αιώνες πριν εμφανισθεί αυτό το παράξενο φαινόμενο της μόνης και καθολικής θρησκευτικής πίστεως, η «Φιλανθρωπία»/«Φιλαλληλία» ήταν κοινός τόπος στις πολιτισμένες κοινωνίες, στην δε Ελλάδα η έμπρακτη άσκησή της θεωρείτο ότι χαροποιεί τους Θεούς («ΗΔΙΣΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΣΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΙΛΕΣΤΑΤΗ ΘΕΟΙΣ ΤΕ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ», την χαρακτηρίζει ο Ξενοφών στον «Οικονομικόν» του, 15.4). Από την μαρτυρία του Ιπποκράτους, γνωρίζουμε ότι τα ελληνικά νοσηλευτικά ιδρύματα στηρίζονταν στις τακτικές χρηματικές εισφορές των ικανών να συνεισφέρουν ανθρώπων. Αργότερα, ο στωϊκός Επίκτητος προτρέπει, με όσο γίνεται πιο σαφή τρόπο, πως πρέπει να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως της φυλής ή της θρησκείας στην οποία ανήκουν και διατυπώνει πως η «Φιλανθρωπία» (η οποία μάλιστα προϋποθέτει φιλοκαλία: «ΟΥΔΕΙΣ ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΗΔΟΝΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΑΛΛΑ ΜΟΝΟΝ Ο ΦΙΛΟΚΑΛΟΣ») είναι ανθρώπινο καθήκον, αφού είμαστε όλοι τέκνα των Θεών.

Στο καθήκον της φιλανθρωπίας ή φιλαλληλίας στήριξε παλαιόθεν ο Έλληνας νομοθέτης το θαυμαστό κράτος προνοίας των πόλεών του, που, για όσους γνωρίζουν Ιστορία, ήταν πολύ ανώτερο αυτού του σύντομου και περιστασιακού μεταχριστιανικού, το οποίο ξέρουμε μόνον από τον 20ο αιώνα και το οποίο ήδη καταρρέει. Η «παγανιστική» αυτοθέσμιση στηριζόταν εξολοκλήρου επάνω σε αυτό ακριβώς το καθήκον και ορθώς ο Γκλοτζ παρατήρησε πως «εάν η πόλις αναγνώριζε ότι είχε καθήκοντα απέναντι στους πολίτες, ήταν γιατί ακριβώς σε τελική ανάλυση η ίδια δεν ήταν παρά το σύνολο των πολιτών». Στην Αθήνα λ.χ. υπήρχε ο θεσμός της λεγόμενης «διωβελίας» (εκ του ποσού των 2 οβολών), ο οποίος αποτελούσε ένα κατώτατο εγγυημένο εισόδημα για κάθε ηλικιωμένο ή ανήμπορο πολίτη, καθώς και για όσους λόγω εκτάκτων συνθηκών (λ.χ. πόλεμος) έχαναν την πηγή του βιοπορισμού τους (λ.χ. χωράφια).

Παρά την απέχθειά τους για τον χύδην όχλο, την «Φιλανθρωπία» (ιδιότητα που αποδίδεται μάλιστα και στον προστάτη Θεό τους Ηρακλέα) καλλιέργησαν, με ένα προσηλυτιστικό μάλιστα πνεύμα, και οι Κυνικοί, που, με αρχή τον ιδρυτή τους Αντισθένη, θεωρούσαν εαυτούς «θεραπευτές» των μόνον ολίγων ποιοτικών ανθρώπων, οι οποίοι άξιζαν να «θεραπευθούν». Γνωρίζουμε από τον Στοβαίο το ευφυολόγημα του Διογένους «άλλοι σκύλοι δαγκώνουν τους εχθρούς τους, εγώ δαγκώνω τους φίλους μου, για να τους σώσω», δεν είναι τυχαίο δε που αργότερα ο Λουκιανός απεκάλεσε τον συγκεκριμένο Κυνικό «απελευθερωτή των ανθρώπων και θεραπευτή τους από τα πάθη τους».

Οι Στωικοί, εκ των οποίων αναφέραμε παραπάνω τον Επίκτητο, αναπτύσσοντας το σχήμα μιας συμπαντικής ευνομίας, την οποία απεκάλεσαν «Κοσμόπολι», δηλαδή πολιτεία του Κόσμου, εισήγαγαν τον πολύ ενδιαφέροντα όρο «Οικείωσις», που περιγράφει την πρωτόγονη ορμή μέσω της οποίας ο άνθρωπος, όπως και κάθε άλλο ζώον άλλωστε, αποκτά την «αίσθηση» και «αντίληψη» (ταυτόσημες της «συναισθήσεως») περί του τι είναι «οικείον» του (λατινιστί «carum»), δηλαδή με τι συγγενεύει και με τι πρέπει να ταυτιστεί, κατ’ ουσίαν για να βρει τον εαυτό του και να μην αλλοτριωθεί. Η «Οικείωσις» (λατινιστί «Conciliatio») σημαίνει στροφή προς το «ίδιον», με σκοπό την «συμβίωση» του μέρους με το όλον, την «επιβίωση», αλλά και την παραμονή στον πραγματικό εαυτό.

Όπως έχω γράψει παλαιότερα, οι Στωικοί μεταμόρφωσαν την Φύση από έναν «αμφίβολο οδηγό» σε απτό και σαφέστατο κανόνα της συμπεριφοράς, ταυτίζοντας την «συμφωνία με την Φύση» με την ενάρετη ζωή. Γι’ αυτούς, η ανθρώπινη φύση δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα οργανικό τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία κυβερνάται και καθοδηγείται από τον συμπαντικό νόμο που ονομάζεται Λόγος και στα ανθρώπινα μέτρα εκδηλώνεται μέσω της λογικότητας. Η βασική φιλοσοφική πρόταση που καταθέτουν οι Στωικοί είναι ότι αποτελεί «καθήκον» του ανθρώπου (δηλαδή «αρμόζουσα πράξη»), το να θέσει τον πρόσκαιρο εαυτό του σε αρμονία με το Σύμπαν. Για να το επιτύχει αυτό, ο άνθρωπος οφείλει να «μιμηθεί» το Σύμπαν και να αποκτήσει τις προσιτές ιδιότητές του, με πρώτες και κύριες την αγαθότητα και την λογικότητα. Σε αυτό το σημείο, οι Στωικοί διαφοροποιούνται απόλυτα από τους σχεδόν σύγχρονούς τους Επικούρειους, οι οποίοι δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και στα άλλα ζώα, αναφερόμενοι στο «κάθε ζωντανό ον» όταν επιχειρηματολογούν για την αναζήτηση της ηδονής και την αποφυγή του πόνου. Αντιθέτως, οι Στωικοί διακρίνουν τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα, ορίζοντάς τον ως οντότητα η οποία πέραν του ζωώδους τμήματός της (που αφορά τα ένστικτα) διαθέτει και ένα ανώτερο, το οποίο περιέχει την ηθική αίσθηση και την έλλογη χρήση των εντυπώσεων και σκέψεών του. Κατέχοντας την λογικότητα, ο άνθρωπος συγγενεύει λοιπόν περισσότερο με τους Θεούς παρά με τα ζώα και αυτό το μήνυμα των Στωικών, που φυσικά δεν δέχονται ύπαρξη αθάνατης ψυχικής ατομικότητας, είναι το πιο απελευθερωτικό και «λυτρωτικό» που έχει εκφράσει η φιλοσοφική, αλλά και η ευρύτερη θεολογική, σκέψη. Αναφέραμε τα παραπάνω για να καταδείξουμε την κατ’ ουσίαν διπλή κατεύθυνση (ευκολότερη η πρώτη, δυσκολότερη η δεύτερη) της «Οικειώσεως» του Ανθρώπου (με κεφαλαίο άλφα) προς το ανθρώπινο είδος από τη μία και τον Λόγο / Θεό / Πύρινη Πνοή από την άλλη.

Η «Φιλανθρωπία» / «Φιλαλληλία» εκδηλώνεται στην πράξη και ως «Ευποιϊα» (εκ του «ευ» και του ρήματος «ποιώ») και «Ευεργεσία» (εκ του «ευ» και του ρήματος «εργετέω»), οι οποίες υπάγονται επίσης και στην Αρετή της «Χαριστικότητος», την οποία έχουμε αναλύσει παλαιότερα. Ο Επίκτητος γράφει στις «Διατριβές» πως δεν υπάρχει πιο τιποτένιο από την αλαζονεία και την μανία για κέρδος και ηδονές, ενώ, αντιθέτως, δεν υπάρχει πιο μεγαλειώδες από την μεγαλοφροσύνη, την πραότητα, την φιλότητα προς τον άνθρωπο και την ευεργεσία («ΟΥΔΕΝ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΝ ΦΙΛΟΚΕΡΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΗΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΕΙΑΣ. ΟΥΔΕΝ ΚΡΕΙΣΣΟΝ ΜΕΓΑΛΟΦΡΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΠΟΙΪΑΣ»). Οι «Ευποιϊα» και «Ευεργεσία», είναι δωρητικές αρετές και αποτελούν ενεργούσα και ενεργουμένη «Φιλότητα», μία υψηλών απαιτήσεων μίμηση των Θεών, οι οποίοι άλλωστε αποτελούν τους πραγματικούς ευεργέτες, αφού δεν περιμένουν αναγνώριση ή ανταπόδοση και ούτε επηρεάζονται από την ανθρώπινη διαστροφή να εκδηλώνει συχνά μίσος ο ευεργετούμενος προς τον ευεργέτη. Γνωρίζοντας ότι η Αρετή εκδηλώνεται κατά μίμηση Θεού, ο Πυθαγόρας προειδοποιεί πως δεν πρέπει ποτέ ο αχάριστος άνθρωπος να πετύχει να μας κάνει να πάψουμε να ευεργετούμε: «ΤΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΕΙΝ ΜΗ ΠΟΤΕ ΣΕ ΠΑΥΣΗι ΑΧΑΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ».

Η «Φιλανθρωπία» μαζί με την «Σωφροσύνη» απετέλεσαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους δύο Αρετές που θεωρούντο αναγκαίες για τους σωστούς βασιλείς, ιδίως σε όσους βασίλευαν σε πληθυσμούς που στην πλειοψηφία τους δεν ήσαν ελληνικοί και συνεπώς, κατ’ ουσίαν, αποτελούσαν «ενσαρκώσεις» του Ελληνικού Πολιτισμού. Ο Αντίγονος του Φιλίππου ο Μονόφθαλμος (382 – 301), βασιλιάς της Μακεδονίας κατά την περίοδο 306 – 301 και ιδρυτής της δυναστείας των Αντιγονιδών, είναι στην ελληνιστική Ιστορία εκείνος που, περισσότερο από όλους τους άλλους, τίμησε αυτές τις δύο Αρετές.

Οι Ρωμαίοι τίμησαν τις Αρετές της «Φιλανθρωπίας» / «Φιλαλληλίας», χρησιμοποιώντας αθροιστικά τους όρους «Communitas» και «Ηumanitas». Η «Communitas» σημαίνει την κοινωνικότητα, την στροφή του ανθρώπου από τον ζωώδη ατομισμό προς την κοινωνία των ανθρώπων, το θεμέλιο της πολιτικής Αρετής (ως «Communitas civilis»). Η «c» (σε επί λέξει μετάφραση «Ανθρωπιά») είναι απόδοση από τον Κικέρωνα στα λατινικά, ενός άγνωστου ελληνικού όρου, τον οποίο εισήγαγε ο «μέσος Στωϊκός» Παναίτιος ο Ρόδιος (185 – 110), και σημαίνει όχι μόνον την «Φιλανθρωπία», αλλά και την ανθρωπιστική καλλιέργεια και την χαρά του να φέρει κάποιος την ιδιότητα του ανθρώπου (εάν πάντως αυτός ο όρος ήταν σκέτα «Ανθρωπισμός», τότε πρώτος εισηγητής είναι ο Ηδονιστής Αρίστιππος ο Κυρηναίος με την διασωθείσα στον Διογένη Λαέρτιο παιδαγωγική σύστασή του «ΟΙ ΔΕ ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΙ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ ΔΕΟΝΤΑΙ»). Ως άνθρωπος βεβαίως νοείτο, και πολύ σωστά, όχι όποιος απλώς είχε σχήμα ανθρώπου, αλλά εκείνος που είχε έμφυτα και επίκτητα τα απαραίτητα ιδανικά και προσωπικές και κοινωνικές Αρετές ώστε να είναι μέλος πολιτισμένης και όχι ημιάγριας κοινωνίας. Αυτές οι προσωπικές και κοινωνικές Αρετές, ήσαν κυρίως επίκτητες, μέσω της ελληνικής «Παιδείας», της σπουδής δηλαδή των ελεύθερων τεχνών των Ελλήνων, όπως της Διαλεκτικής, της Ρητορικής, της Ποίησης, της Φιλοσοφίας, που συνολικώς ονομάζονταν «artes propriae humanitatis». Η ύπαρξη ή ανυπαρξία της «Ηumanitas», διέκρινε τους καλλιεργημένους ανθρώπους («homines humani») από τους βαρβάρους ανθρώπους («homines barbari»), που κατ’ ουσίαν προσέβαλαν την ανθρώπινη ιδιότητα.

Ο Ρωμαίος Στωϊκός Σενέκας έχει καταθέσει σε μία από τις επιστολές του, την περίφημη φράση του «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι ιερό πράγμα» («Homo res sacra homini»), η οποία αποτελεί την σαφέστατη δυνατή διατύπωση για το ότι ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλετικής ή κοινωνικής καταγωγής, είναι αξιοσέβαστος, και αυτό επειδή, στα πλαίσια της στωϊκής οντολογίας και θεολογίας, περιέχει Λόγο/Θεό.

Στην ύστερη αρχαιότητα, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος, ο συγγραφέας του «Κατά Χριστιανών», αποκαλεί την «Φιλανθρωπία» (στην επιστολή του «Προς Μαρκέλλαν») βάθρο («κρηπίδα») της «Ευσεβείας»: «ΟΥΚ ΕΣΘ’ ΟΠΩΣ ΓΑΡ ΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΑΔΙΚΟΥΝΤΑ ΣΕΒΕΙΝ ΘΕΟΝ. ΑΛΛΑ ΚΡΗΠΙΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ ΣΟΙ ΝΟΜΙΖΕΣΘΩ Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ». Γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να προσθέσει κάτι περισσότερο σε αυτή την θέση, αλλά και στο «Homo res sacra homini», ο Χριστιανισμός διέστρεψε φυσικά και αυτή την έννοια της «Φιλανθρωπίας», την οποία μάλιστα δαιμονοποίησε υπό τον επί τούτου εφευρημένο όρο «Ανθρωπαρέσκεια» (να επιθυμεί δηλαδή κάποιος να αρέσει στους ανθρώπους).

Εν συνεχεία, το τμήμα που απέμεινε μετά την αφαίρεση της υποτίθεται «κακής» «Ανθρωπαρεσκείας», το υποβίβασε στην ιουδαϊκή «Ελεημοσύνη», μέσα μάλιστα από τα γνωστά του πλαίσια της απαίτησης για συνεχή ταπείνωση του ανθρώπου μπροστά στον Θεό Ιαχωβά, αλλά παράλληλα και ως προπαγανδιστικό εργαλείο της ηγεσίας του, δηλαδή της Εκκλησίας, σε κοινωνικές συνθήκες για τις οποίες κατά κανόνα αυτή η ίδια ευθύνεται. Η Εκκλησία ασκεί την ιουδαϊκή «Ελεημοσύνη», αντλώντας και αφαιρώντας χρήματα από ήδη χρεωκοπημένες κρατικές δομές που αδυνατούν να ικανοποιήσουν την πρώτη και κύρια υποχρέωση των πολιτειών, δηλαδή την εξασφάλιση του ευ ζην των υπηκόων ή πολιτών τους. Επί αιώνες τώρα, οι χριστιανικές Εκκλησίες αποσπούν ζωτικά κεφάλαια από κοινωνίες αφημένες στην μοίρα τους από την πολιτική εξουσία, και υποκαθιστούν ξεδιάντροπα την τελευταία με τα χρήματα ακριβώς που έχουν αφαιρέσει από αυτήν, «δικαιολογώντας» την υποτιθέμενη ανάγκη να υπάρχουν, ως φορείς μιας δήθεν «φιλανθρωπίας» («ελεημοσύνης» στην πραγματικότητα) που, εάν αυτές δεν υπήρχαν, στο μεγαλύτερο τμήμα της δεν θα χρειαζόταν καν να ασκηθεί.

Η χριστιανική «φιλανθρωπία» («ελεημοσύνη» στην πραγματικότητα) είναι αρρωστημένη, γιατί εξ ορισμού κινείται από επάνω προς τα κάτω, ως υποκριτική πράξη που στοχεύει αποκλειστικά στην διατήρηση ανισοτήτων και στην άρση ενοχών, ενώ, αντιθέτως, η Φιλανθρωπία ημών των Εθνικών, όπως είδαμε στα ιστορικά παραδείγματα που αναφέραμε παραπάνω, είναι οριζόντια, από σεβαστό άνθρωπο προς σεβαστό άνθρωπο, μια αυτονόητη κοινωνική αλληλεγγύη, στην οποία άνθρωπος στηρίζει άνθρωπο ως αδελφό και ως ον που μετέχει του, κοινού σε όλους, Λόγου/Θεού. Η άβυσσος ανάμεσα σε αυτές τις διαφορετικές πραγματικότητες, υποχρέωσε την αγγλική γλώσσα, που έχει διαμορφωθεί μέσα στον χριστιανικό κόσμο, να χρησιμοποιεί τις λέξεις «philanthropy» (που αναφέρεται στην «ελεημοσύνη» και ευεργεσία) και «philanthropism» (που πλησιάζει κάπως τις παρυφές της κανονικής «Φιλανθρωπίας» όπως την εννοούσαμε και εξακολουθούμε να την εννοούμε οι Εθνικοί).

Σε κάποιες πιο «κοσμικές» φαινομενικά σύγχρονες «δυτικές» κοινωνίες, η πραγματική έννοια της «Φιλαλληλίας» έχει εδώ και ενάμιση αιώνα αποδοθεί με τον γαλλικής προέλευσης όρο «Αltruisme», «Αλτρουισμός», εκ του «alter», δηλαδή «άλλος», τον οποίο εφηύρε το 1852 ο κοινωνιολόγος Ωγκύστ Κόντ (Auguste Comte, 1798 – 1857) και τον περιέλαβε στο βιβλίο του «Θετικιστική κατήχηση» («Catéchisme positiviste»). «Αλτρουισμός» έμεινε έκτοτε να σημαίνει το να πράττει κάποιος ανιδιοτελώς για το καλό των συνανθρώπων του, όπως λ.χ. να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των άλλων, να φροντίζει δίχως προσωπικό συμφέρον τους άλλους, ή και να απαρνείται συνειδητά το ατομικό του συμφέρον προς όφελος του συλλογικού. Σε έναν κόσμο όμως που, επί αιώνες, έχει εθιστεί στον χριστιανικό ατομισμό, με κυρίαρχη την σκοτεινή μονομανία της σωτηρίας μιας υποτιθέμενης ατομικής ψυχής, η αλτρουιστική πράξη δεν είναι αυτονόητη, όπως ήταν στον προχριστιανικό κόσμο, αλλ’ αντιθέτως εγείρει δυσπιστία και ερωτηματικά, όπως «γιατί το κάνεις αυτό;». Υπάρχει άλλωστε από τον 20ο αιώνα, στις προτεσταντικές κυρίως χριστιανικές χώρες, και μια άλλη «ελεήμων» «Φιλαλληλία» και «Φιλανθρωπία», που συνδυάζεται με φορολογικές απαλλαγές και βεβαίως περιγράφεται με τον αγγλικό όρο «philanthropy» που προαναφέραμε. Ως ζήτημα αθωότητας σε έναν κόσμο υποκρισίας και προσποιητής «καλοσύνης» η οποία απλώς χρησιμοποιείται για να κρύβει την μνησικακία και τον φθόνο, είναι αυτονόητο ότι ο πραγματικός «Αλτρουισμός», ως «Φιλαλληλία», ελάχιστα μπορεί να κατανοηθεί, πόσω μάλλον όταν απομακρύνεται επαρκώς από τις ελεημοσυνικές προδιαγραφές των μονοθεϊστών.


Στο κεντρικό video: παρουσίαση της Αρετής της Φιλανθρωπίας – Φιλαλληλίας από τον συγγραφέα Βλάση Γ. Ρασσιά στο Φιλοσοφικό Αθήναιο «Εκατηβόλος», στα πλαίσια των “Σεμιναρίων Ελληνικής Ηθικής Φιλοσοφίας” στις 14 Μαϊου 2014.

|> Βλάσης Γ. Ρασσιάς

Vlassis G. Rassias: (22 April 1959 – 7 July 2019) was a Greek writer, publisher, leader, and activist. He wrote 21 books of history and essays of which 17 are about ancient Greece. He also wrote a philosophical dictionary and two poetry collections. A central theme in his books is that modern societies need to go through a new enlightenment, similar to the Enlightenment in Europe in the 18th century, which should allow every nation to express itself through its own traditions.

Δείτε Επίσης

Ο Σκοτεινός Καμύ (Μέρος Α)

Μια ακόμα παρανόηση, αν όχι εσκεμμένη διαστρέβλωση, είναι αυτή που θέλει τον Καμύ διανοούμενο που φιλοσοφεί εκ του ασφαλούς...

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται !!!