Ο Καφετζής

Ιούλιος στο νησί, οι τσέπες άδειες. Περίμενα να πλακώσουν τηλεοράσεις στο εργαστήρι για να βγάλω μισό μεροκάματο. Απ’ όταν παράτησα τη μηχανολογία πριν καν την αρχίσω και ξεμπέρδεψα με κάτι προβλήματα υγείας, έκατσα να μάθω την τέχνη του πατέρα μου. Καλοκαίρι έπεφτε η δουλειά και έψαχνα για συμπλήρωμα. Μια ψησταριά στη γειτονιά έψαχνε διανομέα με μηχανή δική του. Πήγα χωρίς δεύτερη σκέψη.

Η καριέρα μου ως διανομέας πήγε κατά διαόλου. Τελευταία διανομή στις φύλακες. Φυλακές; Ναι. Χτύπα στην κεντρική πύλη. Μια ώρα να ανοίξουν και να βρεθεί ο φύλακας που παράγγειλε σουβλάκια. Βιάστηκα να γυρίσω για να μη γκρινιάζει η κότα που έκανε τα κουμάντα εκεί μέσα. Έφυγα σε μια στροφή… Ό,τι έβγαλα εκεί μέσα τα έδωσα στο συνεργείο. Εγώ γρατσουνιές μονάχα και έγδαρα την καλή μου τη ζώνη. Ευτυχώς ήταν διπλής όψεως, αν και ακόμα απ’ τη γδαρμένη μεριά τη φοράω.

Λίγες μέρες ηρεμίας και μετά απελπισία ξανά. Τα ‘χα ανάγκη τα λεφτά να μη χάσω τη γυναίκα. Έπρεπε να βρω το δρόμο μου, να σταθώ στα πόδια μου. Ώριμες καταστάσεις για άνθρωπο χωρίς χαρτιά σε κορνίζες και δυσπροσάρμοστο προς το στρατιωτικόν κλίμα.

Μια μέρα που έτυχε να γυρνάω με το μηχανάκι μια φίλη απ’ τη δουλειά, μου είπε για ένα καφενείο κάτω απ’ το γραφείο. Ζητούσαν καφετζή και τους μίλησε για μένα. Ζευγάρι, καλά παιδιά με πίστη στο Θεό και τέτοια. Ένα παιδί στην κοιλιά και άλλο ένα να τριγυρνάει στο μαγαζί και να τα κάνει πουτάνα. Δε γαμιέται… καλά τα πάω με τα παιδιά. Πήγα την άλλη μέρα, συστήθηκα, σχολίασα θετικά τη φωτογραφία του γέροντα πίσω από το μπαρ και πιάσαμε κουβέντα για τα θεία. Αποδείχθηκα διαβασμένος.

Δικιά μου η δουλειά, καλό το μεροκάματο και ο εργολάβος ας πάει να γαμηθεί. Το ‘χα πάρει απόφαση… αντιπαροχή δεν… οπότε εργάτης τιμημένος. Εκεί που ήλπιζα πως θα ‘χω λεφτά και σπίτι να κάνω το ζωγράφο και να μπορώ και να πηγαίνω  στους γιατρούς χωρίς να το σκέφτομαι, έρχεται το ίδιο σου το αίμα που βαστούσε τότε εξουσία στο νησί  και σε πατάει στο λαιμό… «Εισοδηματίας; Όχι ρε πούστη, θα ματώσεις». Τρέξιμο όλη μέρα μες την πιάτσα με τα φρέντα και το μπλουζάκι μουσκεμένο και με ζέστη και με κρύο. Στις καταιγίδες δε, τους έπιανε ο ρομαντισμός τους και θέλανε όλοι εσπρεσάκια. Ομπρέλα, δίσκος και λούτσα ο δικός σου να μη χαλάσει ο καφές. Κόκκινες οι κάλτσες από το αίμα στο σπίτι αλλά μεροκάματο γερό και καθημερινά στην τσέπη.

Ο κόσμος με συμπαθούσε μπορώ να πω και ήταν ευγενικός. Λίγο μεγάλος και κάπως γνωστικός τούτος εδώ για αυτό το χαμαλίκι. Έβγαζα και κανένα δεκάρικο πολλές φορές απ’ τα τυχερά. Θυμάμαι τον κορνιζά, τον τύπο με τη λέσχη, τη μεσίτρια, τους γιατρούς, κάτι μαλάκες υδραυλικούς, τους ηλεκτρονικούς… ξέρανε και τον πατέρα μου αυτοί. Μάστορας απ’ τους παλιούς. Στις τηλεοράσεις δούλευε και ο συγχωρεμένος ο Γιάννης, πότε ήθελε καφέ με τοστ και πότε το χυμό του. Έλεγε  στ’ αφεντικό μου… «αντί να μας φέρεις καμιά γκόμενα, μας έφερες τον Καζούλη».

Ο Γιάννης σκοτώθηκε τρία χρόνια μετά, μια ανεμοδαρμένη μέρα που πήγε για κεραίες. Πιο μικρός από μένα. Έτυχε και ήμουνα στο νοσοκομείο όταν τον φέρανε. Ένας γιατρός βγήκε κλαίγοντας απ’ τον ανελκυστήρα και μας είπε ποιος ήταν ο σκοτωμένος. Μάτωσε η ψυχή μου. Τα ουρλιαχτά της μάνας του θαρρείς και τα ακούω ακόμα. Τρελάθηκα για τούτη την αδικία. Ήπια εκείνο το βράδυ. Στο γυρισμό για το σπίτι ανέβηκα στη μηχανή και έπεσα 100 μέτρα πιο κάτω. Σηκώθηκα, ανέβηκα ξανά. Το είχα ήδη χάσει. Είπαν πως καρφώθηκα με τη μηχανή σε μια κολώνα και με γύρισαν πίσω στο νοσοκομείο μαυρισμένο. Με σπασμούς ως το ξημέρωμα και μια βδομάδα με υπνωτικά.

Πίσω στο καφενείο… πολύ δουλειά, καβγαδάκια, συζητήσεις για τον Θεό και τον Βασίλη τον Παπακωνσταντίνου. Έτσι πέρναγαν οι μήνες. Αν δεν ήταν το ξέκαμα, μια χαρά περνούσαμε. Γυρνούσα σπίτι και μου τραγουδούσε ο Νικόλας ο Κακούργος…  «αφού με καταστρέψανε οι συγγενείς και οι φίλοι έκαψα την καλύβα μου να μη με τρών’ οι ψύλλοι…» Τα γούσταρα πολύ τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα, από εκείνο τον καιρό. Μια φορά τη βδομάδα έβγαζα και τη γυναίκα να πάμε να φάμε στου καπετάνιου ή σε καμιά άλλη ταβέρνα. Μου άρεσε  αυτή η κατάσταση και ας μου έβγαινε η πίστη. Είχα βλέπεις σίδερα στη μέση από παλιά μου τραύματα και όταν τελικά έφυγα από εκεί, ήμουνα λιγάκι πιο σακατεμένος από τα πριν.

Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που μου λέει τ’  αφεντικό… «θα πας καφέ στο μπάρμπα σου». Του τα ‘χα πει. Η καρδιά μου χτυπούσε λιγάκι πιο γρήγορα. Μίσος για τον άνθρωπο που γκρέμισε το όνειρο του εισοδηματία. Από καιρό τα σενάρια της εκδίκησης και να που τώρα θα βρεθώ ξανά μπροστά στον άνθρωπο που με έβγαλε από τα ιδεολογικά αδιέξοδα μιας εύπορης ζωής.  Βαράω κουδούνι, ανεβαίνω τη σκάλα, χτυπώ την πόρτα… περάστε…
-Έφερα τον καφέ σας.
-Ακούμπησε τον εδώ.
Πού να με θυμάται ο καριόλης από τις φασαρίες στο δημοτικό συμβούλιο… Δεν ζητήσαμε χάρη από το αίμα μας, μα ούτε και μαχαίρι. Το δίκιο μας μονάχα. Όλος ο συρφετός των συμβουλατόρων έλεγε πως είμαστε καρχαρίες απ’ τους μεγάλους… ένα σόι ανθρώπων που μεγάλωσαν δίπλα σε στάβλους και τούτος ο μαλάκας που είχα μπροστά μου, δήλωσε άγνοια περί του θέματος κι ας τον είχαμε δικηγόρο όταν πέφτανε οι υπογραφές με τους εργολάβους… Αφήνω τον καφέ στο γραφείο, μου αφήνει 50 λεπτά ρέστα. Κοιτάω τα χαρτιά, την ακριβή του πένα, τα στυλό, το χαρτοκόπτη… τον αρπάζω και προσπαθώ να τον καρφώσω βίαια στην κορφή αυτού του σάπιου καύκαλου, ουρλιάζει καθώς τον χτύπησα χωρίς να εισχωρήσει η μαλακία στο μεδούλι. Αίματα… προσπαθεί να μου πιάσει  το χέρι, δεν τα καταφέρνει, τον χτυπάω ξανά με όλο μου το μίσος… ξανά και ξανά μέχρι που ένιωσα το κρανίο του να σπάει και τέρμα και οι φωνές και οι χειρονομίες. Δεν σταμάτησα. Έκανα ανασκαφή με το χαρτοκόπτη μέχρι να βρω τα σκατά που έκρυβε εκεί μέσα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Μακέλεμα μεγάλο…

-Γνωριζόμαστε; ρώτησε με απορία καθώς με παρατηρούσε να χαζεύω το γραφείο του.
-Ε; Όχι με συγχωρείτε. Ευχαριστώ είπα, πήρα το πουρμπουάρ μου και την έκανα. Ήταν η τελευταία φορά που μπήκα εκεί μέσα. Εκείνον… τον τότε δήμαρχο, ακόμα τον βρίζουν στους δρόμους. Εμένα τουλάχιστον μου χαμογελάει και κανένας άνθρωπος.

|> Γιώργος Μικάλεφ

Η συνεργασία του Γιώργου Μικάλεφ με το art-io και τον ασπάλακα έχει λήξει οριστικά και αμετάκλητα. Από το Φθινόπωρο του 2017.

Δείτε Επίσης

Το «Ζάρι»… της Σαπφούς Παπαντωνοπούλου

Το «Ζάρι» ως κοινωνικοπολιτικό αντι-αποικιακό σχόλιο | της Σαπφούς Παπαντωνοπούλου

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται !!!