Τρύπ(ες)

Εκείνο το βροχερό του Νοέμβρη απόγευμα, είχε χαλάσει η τηλεόραση και αναγκάστηκα να ανοίξω την πόρτα που χτυπούσε επίμονα την τελευταία εβδομάδα και να αντικρίσω εσένα που είχα να σε δω από τότε που βρέθηκε ποσότητα ούρων μυοποτάμου μέσα σε συσκευασία δημοφιλούς αναψυκτικού.

Πέρασες μέσα πριν καν φιλήσω το κεφάλι σου και έκατσες στον καναπέ μας. Πέρασαν οδυνηρές αναμνήσεις μπροστά  απ’ τα μάτια μου… τότε  που σακατεμένος από αγάπη, βλαστημούσα τη ζωή μου κάτω απ’ το καμπαναριό του  Αϊ Νικόλα και την αμέσως επόμενη ξεπούλησα όσα πίστευα ως εκείνη τη μέρα και κλείστηκα για μια βδομάδα στο προβατοποιείο, φοβούμενος την απουσία σου απ’ τη ζωή μου… αλλά το μόνο που δεν φοβήθηκα ήταν οι ψεύτικες απειλές τους… Σου μίλησα για την φυλετική καθαρότητα του νέου σου συντρόφου, την ώρα που το αίμα και των δυο μας ήταν τόσο μπάσταρδο, όσο ο σκύλος μου που πέθανε πικραμένος, έχοντας μήνες να έρθει να σε προϋπαντήσει. Σου μίλησα για την διαφορά στην ποιότητα τον ανθρώπων, για την αμορφωσιά, το ναρκισσιστικό πατριωτισμό και τον εθελοντισμό των συνειδήσεων που εναντιώνεται στις προσκοπικές τακτικές του φασιστικού καθεστώτος.  Στην πραγματικότητα όμως δεν σου είπα τίποτα από όλα αυτά, γιατί το κουδούνι συνέχισε να χτυπάει άλλη μια εβδομάδα και όταν σου άνοιξα εσύ είδη έφευγες και δεν είχα δύναμη να σου φωνάξω να γυρίσεις. Θα φταίει μάλλον που είδες τον σκύλο μας δεμένο στο ξύλινο σπιτάκι που κάποτε του χτίσαμε.

Με πείρες τηλέφωνο την επομένη για να με ξευτελίσεις και να μου σύρεις τον εφτάψαλμο. Ηρέμισες δέκα λεπτά αργότερα αφού έπεισες τον εαυτό σου  για το δίκιο σου. Εγώ συνέχισα να πίνω τον καραβίσιο γλυκό καφέ μου και δεν μπορούσα καν να κοιτάξω τα μάτια σου γιατί δεν ήξερα τι σημαίνει βιντεοκλήση και το skype επιδείνωνε την θλίψη μου. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω καλά τις τελευταίες μέρες. Ένα βάρος… θαρρείς και μου πλάκωνε το στήθος η μιζέρια ολόκληρου του κόσμου, αγκαλιασμένη με απολιτίκ ιδέες, υπέρλαμπρες και σάπιες. Το κατάλαβες και πάτησες το 9… τότε κύλησε ένα δάκρυ τσουχτερό στο μάγουλο μου… πάτησες δίεση… το στόμα μου άνοιξε… σου είπα μονάχα ό,τι κουράστηκα και μου το έκλεισες βλαστημώντας αισχρά κάτι που δεν πίστευα πια… πάτησες το άρφα…

Ο καφές μου είχε κρυώσει και το ράδιο έπαιζε μια ουδέτερη μουσική φόντου που δυνάμωνε την παθητική μου στάση. Απέναντι μου καθόταν ένα ρακούν και η τρύπα που είχε κάτω από τη μύτη του, ανοιγόκλεινε σαν να μιλούσε και πράγματι μιλούσε. Δεν μπορούσα και ούτε ήθελα να το ακούσω. Δεν ήθελα πια να ξανακούσω από το στόμα του ό,τι αυτό και εκείνο είναι σκατά. Θέλω πρώτα να μου πει τι δεν είναι σκατά και ίσως μετά καθόμουν να συζητήσουμε. Μου έλειψες πολύ… αλλά πια ξέρεις πως δεν είσαι μονάχα ένα πρόσωπο αλλά πολλά μαζί μέσα στις μπερδεμένες αναμνήσεις ενός άρρωστου μυαλού.

Πέρασαν δυο μέρες και μου έγραψες ένα μήνυμα στην σελίδα της αντικοινωνικής μου δικτύωσης. Είδες λέει εκείνο το παιδί γυμνό σε μια αντιπροσωπία εξομοιωτών ζωής, να ψάχνει τον συγγραφέα των ανεκδότων που γελάνε με το θάνατο. Με ρώτησες τι κάνει και πως πάει η αρρώστια του. Σου απάντησα πως μια μικρή κοινωνική αποδοχή νίκησε τα ψυχοφάρμακα, τα χρόνια που εσύ έλειπες στις Αυστραλίες. Και όταν μου είπες στα γενέθλια μου πως θα φύγεις, η μόνη συμβουλή που μπορούσα να σου δώσω ήταν να προσέχεις τα καγκουρό, μα εσύ το πείρες για αστείο και σε κατασπάραξαν τα πάντα. Όταν συνήλθα τέσσερις μέρες αργότερα, αποφάσισα να μην κόψω τα μαλλιά μου, διάβασα τη βιογραφία του Δευκαλίωνα και σου αγόρασα ένα καινούριο πλυντήριο. Στην εγγύηση αγοράς έγραφε μονάχα αυτό: «Αφήστε τους Αβοριγίνες να ονειρεύονται…’’

|> Γιώργος Μικάλεφ

Η συνεργασία του Γιώργου Μικάλεφ με το art-io και τον ασπάλακα έχει λήξει οριστικά και αμετάκλητα. Από το Φθινόπωρο του 2017.

Δείτε Επίσης

Ο πιερότος

Το διήγημα του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στις 9 Μαΐου 1929 στο περιοδικό Μπουκέτο, το λαϊκό ποιοτικό περιοδικό στο οποίο ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων του και με το οποίο συνεργαζόταν από το πρώτο του τεύχος.

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται !!!