Η φιλοσοφική αυτοκτονία

Το συναίσθημα του παραλόγου δεν είναι το ίδιο με την έννοια του παραλόγου. Το συναίσθημα θεμελιώνει την έννοια, αυτό είναι όλο. Δεν περικλείνεται μέσα της, είναι η κρίσιμη στιγμή όπου αυτό το συναίσθημα κρίνει πως το σύμπαν είναι παράλογο. Μετά δε μένει παρά να προχωρήσει μακρύτερα. Είναι ζωντανό, δηλαδή πρέπει είτε να πεθάνει είτε να συνεχίσει να υπάρχει. Έτσι συμβαίνει και με τα θέματα που μέχρι τώρα συναντήσαμε. Αλλά αυτό που μ’ ενδιαφέρει δεν είναι τα έργα ή τα πνεύματα για τα οποία η κριτική αναζητούσε μια άλλη μορφή και θέση, είναι η ανακάλυψη του κοινού τους συμπεράσματος. Ίσως ποτέ άλλοτε να μην υπήρξαν τόσο ανομοιογενή πνεύματα που ωστόσο συναντιόνται στους ίδιους πνευματικούς χώρους. Όμοια, περνώντας από τόσο διαφορετικές εμπειρίες, η κραυγή που βγάζουν στο τέλος της πορείας τους αντηχεί με τον ίδιο τρόπο. Αισθανόμαστε πως υπάρχει ένα κοινό κλίμα στα πνεύματα που μόλις πριν λίγο αναφερθήκαμε. Αν πεις πως αυτό το κλίμα οδηγεί στο θάνατο, παίζεις με τις λέξεις. Το να ζεις κάτω απ’ αυτό τον αδυσώπητο ουρανό, σημαίνει πως πρέπει να φύγεις ή να μείνεις. Αλλά πρέπει να μάθουμε στην πρώτη περίπτωση πως φεύγουμε και στη δεύτερη γιατί μένουμε. Μ’ αυτό τον τρόπο θέτω το πρόβλημα της αυτοκτονίας κι υπογραμμίζω το ενδιαφέρον που μπορεί να υπάρχει στα συμπεράσματα της υπαρξιακής φιλοσοφίας. Προτού γίνει αυτό, θέλω -για μια στιγμή μονάχα- να φύγω απ’ τον ίσιο δρόμο. Ως εδώ, περιγράψαμε το παράλογο εξωτερικά. Στο μεταξύ, μπορούμε ν’ αναζητήσουμε τι το σαφές περιέχει αυτή η έννοια και να προσπαθήσουμε, με τη βοήθεια της άμεσης ανάλυσης, ν’ ανακαλύψουμε πρώτα τη σημασία της κι έπειτα τις συνέπειες αυτής της σημασίας του παράλογου.

Εάν κατηγορήσω έναν αθώο για κάποιο τερατώδες έγκλημα, αν πω σ’ έναν τίμιο άνθρωπο πως πόθησε την αδελφή του, θα μου απαντήσει ότι αυτό είναι παράλογο. Η αγανάκτηση αυτή έχει και την κωμική της πλευρά. Αλλά συγχρόνως και την αιτιολογία της. Με τη διαμαρτυρία του, ο τίμιος άνθρωπος εκφράζει την αντινομία που υπάρχει ανάμεσα στην πράξη που του αποδίδω και τις αρχές της ζωής του. “Αυτό είναι παράλογο” σημαίνει: “αυτό είναι αδύνατο”, κι επίσης: “αυτό είναι αντιφατικό”. Αν δω έναν άνθρωπο να επιτίθεται μ’ ένα μαχαίρι εναντίον μιας ομάδας πολυβόλων, θα πω πως αυτή η ενέργεια είναι παράλογη. Τη χαρακτηρίζω όμως παράλογη επειδή υπάρχει μια δυσαναλογία ανάμεσα στην πρόθεσή του και την πραγματικότητα που τον περιμένει, επειδή καταλαβαίνω πως ανάμεσα στις πραγματικές του δυνάμεις και τον σκοπό του υπάρχει η αντίφαση. Με τον ίδιο τρόπο, κρίνουμε σαν παράλογη μια ορισμένη ετυμηγορία συγκρίνοντάς την με την ετυμηγορία που, κατά τα φαινόμενα, απαιτούσαν τα γεγονότα. Επίσης, μια απόδειξη με βάση το παράλογο γίνεται συγκρίνοντας τις συνέπειες του συλλογισμού που οδήγησαν στην απόδειξη με τη λογική πραγματικότητα που θέλουμε ν’ αποκαταστήσουμε. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, απ’ την πιο απλή ως την πιο πολύπλοκη, ο παραλογισμός θα γίνεται τόσο πιο μεγάλος, ώστε η πλάνη θ’ αυξάνει ανάμεσα στους όρους της σύγκρισής μου. Υπάρχουν παράλογοι γάμοι, παράλογες επιθέσεις, παράλογα μίση, σιωπές, πόλεμοι, ακόμα και παράλογες ειρήνες. Στο καθένα απ’ αυτά, ο παραλογισμός οφείλεται σε μια σύγκριση. Μπορώ λοιπόν να πω ότι το συναίσθημα του παραλογισμού δεν οφείλεται στην απλή εξέταση ενός γεγονότος ή μιας εντύπωσης, αλλά ξεπηδάει από τη σύγκριση που γίνεται ανάμεσα σε μια κατάσταση και μια ορισμένη πραγματικότητα, ανάμεσα σε μια πράξη και τον κόσμο που την ξεπερνάει. Ουσιαστικά το παράλογο είναι μια διάσταση. Δεν υπάρχει ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο από τα συγκρινόμενα στοιχεία. Δημιουργείται από την αντιπαράθεσή τους.

Στο πεδίο της σκέψης, μπορώ λοιπόν να πω ότι το παράλογο δεν υπάρχει μέσα στον άνθρωπο (αν αυτή η μεταφορά μπορούσε να έχει κάποιο νόημα), ούτε μέσα στον κόσμο, αλλά στην κοινή παρουσία τους. Για την ώρα, είναι το μόνο σημείο που τους ενώνει. Εάν μείνω στα φαινόμενα, ξέρω τι θέλει ο άνθρωπος, ξέρω τι του προσφέρει ο κόσμος και, τώρα, μπορώ να πω πως ξέρω επίσης τι τους ενώνει. Δεν υπάρχει λόγος να εμβαθύνω περισσότερο. Μια βεβαιότητα μονάχα αρκεί σ’ αυτόν που ψάχνει. Μόνο που πρέπει να υποστούμε όλες τις συνέπειες αυτής της βεβαιότητας.

Η άμεση συνέπεια αποτελεί, την ίδια στιγμή, έναν κανόνα μεθόδου. Έτσι, η μοναδική τριάδα που παρουσιάζουμε δεν έχει τίποτα το κοινό με την ξαφνική ανακάλυψη μιας Αμερικής. Αλλά έχει το παρακάτω κοινό με τα δεδομένα της εμπειρίας, ότι είναι πολύ απλή και δύσκολη μαζί. Απ’ αυτή την άποψη, το πρώτο της χαρακτηριστικό είναι πως δεν μπορεί να κομματιασθεί. Αν καταστρέψουμε έναν απ’ τους όρους της, την καταστρέφουμε ολόκληρη. Το παράλογο δεν μπορεί να υπάρξει έξω απ’ το ανθρώπινο πνεύμα. Έτσι, το παράλογο, όπως όλα τα πράγματα, τελειώνει με το θάνατο. Ακόμα, το παράλογο δεν μπορεί να υπάρξει έξω απ’ αυτό τον κόσμο. Και με βάση αυτό το κριτήριο συμπεραίνω πως η έννοια του παραλόγου είναι ουσιαστική κι ότι μπορεί ν’ αποτελέσει την πρώτη απ’ τις αλήθειες μου. Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται ο κανόνας της μεθόδου που αναφέραμε πιο πάνω. Όταν ισχυρίζομαι πως ένα πράγμα είναι αληθινό, οφείλω να το υπερασπιστώ. Εάν ενδιαφέρομαι για τη λύση ενός προβλήματος δεν πρέπει μ’ αυτήν τη λύση, τουλάχιστον, να διαγράψω ένα απ’ τα στοιχεία του προβλήματος. Για ‘μένα, μοναδικό δεδομένο είναι το παράλογο. Το πρόβλημα είναι το να μάθω πώς θα μπορέσω να βγω απ’ αυτό κι αν απ’ αυτό το παράλογο μπορεί να προέλθει η αυτοκτονία. Πρωταρχική και, κατά βάθος, μοναδική προϋπόθεση της αναζήτησής μου, είναι να προφυλάξω αυτό ακριβώς που με συντρίβει και, κατά συνέπεια, να σεβαστώ την ουσία του. Το αντιμετωπίζω σα μια αντίφαση, σαν έναν ασταμάτητο αγώνα.

Και φτάνοντας στο τέρμα αυτής της παράλογης λογικής, είμαι υποχρεωμένος ν’ αναγνωρίσω πως αυτός ο αγώνας απαιτεί την ολοκληρωτική έλλειψη της ελπίδας (αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την απελπισία), τη διαρκή άρνηση (που δεν πρέπει να συγχέεται με την εγκατάλειψη) και το να μένουμε συνειδητά ανικανοποίητοι (αυτό δεν μπορούμε να το συσχετίσουμε με τη νεανική ανησυχία). Το κάθε τι που αναιρεί, εξαφανίζει ή αφαιρεί κάτι απ’ αυτές τις απαιτήσεις (και κυρίως η συναίνεση είναι εκείνη που αναιρεί τη διάσταση), γκρεμίζει το παράλογο και μειώνει τη στάση που προτείνουμε. Το παράλογο δεν έχει νόημα παρά στα πλαίσια που δε συναινούμε.

Υπάρχει ένα έκδηλο γεγονός που φαίνεται εντελώς ηθικό, το ότι ένας άνθρωπος πέφτει πάντα θύμα των αληθειών του. Εάν κάποτε τις αναγνωρίσει, δε θα μπορέσει να γλιτώσει απ’ αυτές. Πρέπει οπωσδήποτε να πληρώσει. Ο άνθρωπος που αποκτά συνείδηση του παράλογου μένει για πάντα δεμένος μ’ αυτό. Ο άνθρωπος που δεν ελπίζει κι έχει συνείδηση του ότι δεν υπάρχει ελπίδα, δεν ανήκει πια στο μέλλον. Έτσι συμβαίνει κατά κανόνα. Αλλά συμβαίνει επίσης να προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τον κόσμο που δημιούργησε ο ίδιος. Το κάθε τι που προηγείται δεν έχει νόημα παρά συσχετίζοντάς το μ’ αυτό το παράδοξο. Απ’ αυτή την άποψη, τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο διδακτικό απ’ το να εξετάσουμε τώρα τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι που αναγνώρισαν το παράλογο κλίμα, άρχισαν να κάνουν μια κριτική του ορθολογισμού, ακολουθώντας τα συμπεράσματά τους.

Αναφέρομαι, λοιπόν, στις υπαρξιακές φιλοσοφίες και βλέπω πως όλες, χωρίς εξαίρεση, μου προτείνουν τη φυγή. Με τη βοήθεια ενός μοναδικού συλλογισμού – ξεκινάν με το παράλογο πάνω στα ερείπια της λογικής, από ένα κλειστό και περιορισμένο για τον άνθρωπο σύμπαν – θεοποιούν αυτό που τις συντρίβει και βρίσκουν μια δικαιολογία για να ελπίζουν σ’ αυτό που τις απογυμνώνει. Αυτή η αναγκαστική ελπίδα υπάρχει σ’ όλους κι εκφράζεται με μορφή θρησκευτική. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σταθούμε.


Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Η φιλοσοφική αυτοκτονία» στο “Ο Μύθος του Σίσυφου, δοκίμιο πάνω στο παράλογο” του Albert Camus,. Μετάφραση: Βαγγέλης Χατζηδημητρίου, εκδόσεις Μπουκουμάνης, Αθήνα 1973.

|> Ασπάλαξ

Pegging & Trolling Without Mercy!

Δείτε Επίσης

Το «Ζάρι»… της Σαπφούς Παπαντωνοπούλου

Το «Ζάρι» ως κοινωνικοπολιτικό αντι-αποικιακό σχόλιο | της Σαπφούς Παπαντωνοπούλου

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται !!!