Όπως αναφέρει και στον Κοτζάμπαση, ο πόλεμος είναι αιμοσφαίρια, η πολιτική είναι λύμφη. Είναι χώρος ψυχρός μέσα στον οποίο οφείλουμε να κινούμαστε με γνώμονα την λογική, –«ψυχρόμυαλοι», κατά την δική του λέξη, αφού πρώτα έχουν εκτιμηθεί τα συναισθηματικά κινήματα στενότερων ή ευρύτερων συνόλων. Τα πράγματα στην κοινωνική ζωή είναι αδυσώπητα και έχουν πείσμα. Η επιμονή των ανθρώπων να βλέπουν τα πράγματα, όπως τα επιθυμούν και όχι όπως είναι, επειδή καταλήγει στην αυτοπαραπλάνηση είναι, γι’ αυτό, η χειρότερη μέθοδος (πολιτικής) επιβίωσης. Οι ήρωές του, με προεξάρχοντες τον Μίχαλο Ρούση (του Κοτζάμπαση) και τον Γιούγκερμαν είναι μακιαβελλικοί. Στη μάχη της επιβίωσης και της διάκρισης (που είναι η κατάληξη της εξασφαλισμένης επιδίωξης) ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. […]
Αναφορικά με την ερωτική σχέση, εκτός του ότι αποτελεί μια τρυφερή και καθαρτήρια (Γιούγκερμαν-Βούλα) ή μια άγρια ένωση, στον Καραγάτση είναι και μια κατάσταση που κρύβει εξουσιαστικές επιδιώξεις συνδεόμενες με την επιθυμία κάθε εξουσίας, την υποταγή. Η libido είναι ένα άρπαγμα της δύναμης και του ποθητού και η εξαντλητική απόγευσή του. Συνειρμικά σκέφτομαι τον Βίλχελμ Ράιχ αρκετές φορές, μπροστά σε κάποιες σελίδες του Καραγάτση. Λέγεται, χωρίς να μπορέσω να βρω την αναφορά, ότι παρόμοιες απόψεις είχε εκφράσει κάποτε στον Γ. Καρτάλη ο Σ. Μαρκεζίνης, πολιτικός αρχηγός του Καραγάτση, περί εξουσίας σαν θηλυκής ύπαρξης. Από μιαν άλλη πλευρά, ο Καραγάτσης (και χωρίς να γενικεύουμε την σύγκριση), όπως ο Μπαλζάκ και ο Ζολά στην Γαλλία, έμπασε, μέχρι ένα σημείο στην Ελληνική Λογοτεχνία τις σχέσεις και τις δυνάμεις που δημιουργούνται γύρω από το Χρήμα και την Ύλη, και ό,τι τα παρακολουθεί (όνομα, κληρονομιές, αξιώματα, εξουσία). Ο ματεριαλισμός του Καραγάτση είναι χωρίς Μαρξ και Λένιν και διατρέχεται συχνά από αναλαμπές Θεού. […]
Ο Καραγάτσης είναι «παραμυθάς από ράτσα». Είναι μυθοποιός, αλλά σύγκαιρα και απομυθοποιός της πολιτικής. Τα βασικότερα στοιχεία απομυθοποίησης συναντούμε στην πολιτική Τριλογία του, (όπως ονομάζω τον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», «Τα στερνά του Μίχαλου»), που αποτελεί προσπάθεια ερμηνείας της ελληνικής Επανάστασης με τα εργαλεία του επιστημονικού ρεαλισμού. Χαρακτηριστικές είναι οι αφιερώσεις τους: η δεύτερη έκδοση του Κοτζάμπαση στον Σ. Μαρκεζίνη. Το «Αίμα χαμένο και κερδισμένο» στους Έλληνες που δεν ψήφισαν ποτέ και «Τα στερνά του Μίχαλου» (δεύτερη έκδοση) στον Παν. Πιπινέλη. Δεν πρέπει βέβαια να βγουν γρήγορα συμπεράσματα από αυτές τις αφιερώσεις. Όλες αφορούν εποχές πριν από το θάνατό του (1960) και την μέχρι τότε ιστορία των προσώπων. Άλλωστε, ο Καραγάτσης έχει αφιερώσει κείμενό του και στον Βάρναλη («Πυρετός») προκειμένου να τιμήσει το (κοινό του) διονυσιακό στοιχείο. Η αφιέρωση «στους Έλληνες που δεν ψήφισαν ποτέ» προδίδει βέβαια αρκετήν υποτίμηση στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Ο Μίχαλος, κεντρικός ήρωας και των τριών βιβλίων, είναι η αποθέωση της προσαρμοστικότητας. Για να γλυτώσει τη ζωή του στην πολιορκημένη από τους Έλληνες Τριπολιτσά όπου βρίσκεται ως όμηρος (1821), αλλαξοπιστεί, γίνεται μουσουλμάνος και μετά, ανελισσόμενος, γίνεται αξιωματούχος του ελεύθερου Κράτους (στρατηγός και πληρεξούσιος στην Συντακτική του 1843). Είναι ηδονιστής και αντιηρωικός, αρέσκεται σε ζωή ευδαιμονική και γαλήνια. Γίνεται ήρωας από σύμπτωση και εξαγοράζει τυχαία το εθνικό και θρησκευτικό αμάρτημα της αλλαξοπιστίας του. Η απομυθοποίηση έγκειται στην απόδοση της καθημερινότητας του Εικοσιένα. (Για τον αντικοτζαμπασισμό του μάλιστα το βιβλίο το διεκδίκησε η Αριστερά). Ενώ ο Πετσάλης βλέπει στο πλατύ του fresque πάντοτε το φως, ο Καραγάτσης ανιχνεύει το σκοτάδι. Ρεαλιστής ψυχογράφος που θέλει να περνά από νυστέρι το ερευνητικό αντικείμενο, δεν συμπαθεί τους τιμητές, ειδικά όταν δεν του μοιάζουν και τόσο καθάριοι. Γι’ αυτό παρουσιάζεται και έντονα αντιμακρυγιαννικός (βλ. σελ. 224-25 επ. στα «Στερνά του Μίχαλου»). Μνημονεύουμε εδώ και τον σχετικό αντιμακρυγιαννισμό του Μαρκεζίνη, όπως εκφράζεται στον πρώτο τόμο της Ιστορίας του. Το βίαιο ξεσκέπασμα ή το ανατομικό σκίσιμο καταστάσεων και ταμπού που επιχειρεί είναι πάντοτε συναρπαστικό, ενώ δεν είναι πάντοτε το ίδιο εύστοχο. Κατά τον Καραγάτση, λοιπόν, όλοι οι δημιουργοί της ιστορίας σπρώχνονται από κίνητρα ατομιστικά και συμφεροντολόγα, είναι πολλές φορές εγωιστές και νάρκισσοι.
Παναγιώτης Φωτέας, «Ο πολιτικός Καραγάτσης και η πανανθρώπινη παλίρροια».
Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση, ό.π., σσ. 96-99.