Από την θέση ενός εξ’ ανάγκης βιαστικού, πρόχειρου και μάλλον απογοητευμένου παρατηρητή μερικών κρίσιμων πραγμάτων αφορώντων την ζωή μας αλλά όχι (στενά) μόνον αυτή, έχω να πω πως τα πράγματα δεν είναι απλά δύσκολα, είναι κυριολεκτικά απροσέγγιστα και αδιαπέραστα.
Αυτό συμβαίνει αν ασκηθεί κάποιος σε μια σκληρή ματιά που θα την ονόμαζα την ματιά της μη αυταπάτης, αν και η ονομασία αυτή από μόνη της δεν σημαίνει τίποτα, είναι κενή αν δεν ορισθεί κάπως.
Ο διαμελισμός της ζωής μας σε μια καθεύδουσα “επαρχία” της δυτικής αυτοκρατορίας δεν μας καθιστά ανεύθυνους, δεν μας αθωώνει, εφόσον ο καθείς (και γω πρώτος) και όσοι είμαστε τέλος πάντων εντός της διεργασίας αυτής από μιαν ιδιόμορφη θέση, μάλλον κάνουμε λάθη συμπληρωματικά και οργανικά συναρτώμενα με αυτή την διαρκή και αναπτυσσόμενη κάθοδο, αλλά κάτι μου λέει πως έχουμε κάποιο δίκιο όσοι παραταύτα παραμένοντας σε μιαν κεντριστική θέση (κάθε άλλο παρά “κεντρώα”) μεταξύ διαμελιζόντων δυνάμεων, δεν έχουμε την δυνατότητα να ενώσουμε τις δυνάμεις που διαμελίζονται και να συγκροτήσουμε έναν Λόγο και μιαν έλλογη αντίσταση λόγω της υπέρτερης δύναμης των διαμελιζόντων δυνάμεων.
Θα ήταν εύκολο πιστέψτε με να ασκήσω μιαν μετριοπαθή σύνθεση, να κρατήσω τους όρους της σκέψης μου σε μιαν παραπλανητική απόσταση από τα πράγματα, να αποταμιεύσω και γω μονάδες φρόνησης και ψευδομετριοπάθειας, αλλά νομίζω πως ακριβώς αυτή η ψευδομετριοπάθεια, η άσκηση της προσοχής στο λέγειν και το θέτειν θέσεις, είναι η πραγματική ακρότητα της εποχής μας και αυτή είναι ειδικά αυτή η οποία τόπους όπου συναντώνται όλες οι αντινομικές δυνάμεις του κόσμου θα τους οδηγήσει κάποια στιγμή στον όλεθρο.
Βέβαια υπάρχει μεγάλος συντελεστής πιθανής ευνοϊκής τύχης για κάθε τόπο, άρα επίσης για τέτοιους τόπους, και δεν είναι πραγματικά φρόνιμο και ευφυές να περιμένει κανείς μόνον καταστροφές.
Εν πάσει περιπτώσει, δεν θα έφτανα σε κάποιες ομοιωματικοπαραγωγικές υπερβολές, όντας ταπεινός και μέτριος και-καλλιτέχνης, αν δεν με φόβιζε κάτι ιδιαίτερα, και αυτό λέγεται κάπως διαφορετικά από το (μη-) “αυταπάτη” που προέταξα αντιστροφικώς στην αρχή, αλλά δεν ξέρω ούτε αυτό να το σημάνω ευκρινώς χωρίς να προβώ σε αναλυτικότερες πραγματεύσεις.
Βλέπω απώλεια αίσθησης των μεγεθών, των συσχετισμών, ή υπερβολική αίσθηση ισορροπίας και σεβασμού για τους συσχετισμούς δυνάμεων και τις δεδομενικότητες μιας άλλης εποχής κατά την οποία η φαύλη ιδέα της ιδεολογικής καθαρότητας του ίδιου του Λέγειν κυριάρχησε καταστρέφοντας εγκεφάλους και ηθικά αισθήματα απευθυνόμενα και άπτοντα και οικεία και ανοίκεια πράγματα όντα και βέβαια, πρόσωπα.
Όπου βολεύει, το οικείον είναι το κακόν, και όπου βολεύει, το κακόν είναι να μην είσαι με το οικείον, αλλά προσέξτε, όλα αυτά σε μια λαβυρινθώδη διενέργεια που ξεπερνάει κατά πολύ τις δομές ή τις “τριχοειδείς” διακλαδώσεις πέραν και των δομών, εφόσον μιλάμε πλέον για μια υπερανάπτυξη των αλληλοετεροκαθορισιακών αντικατοπτρισμών και αυτοκατοπτρισμών, χωρίς τέλος μεν αλλά με τρόπο που να ευνοεί και να βοηθάει πάντα την υπερμεγεθυμένη ισχύη, όποια κι αν είναι η επιθυμούμενη θέση του εκάστοτε ενικού ή μάλλον ψευδοενικού κατόπτρου.
Είναι προφανές για όποιους έχουν κατανοήσει έστω το κάτι, ότι υπάρχει μια πρόκληση των πραγμάτων επί των ίδιων των εαυτών τους ή του εαυτού τους ως ολότητας ή ψευδοολότητας να συγκεκριμενοποιηθούν σε μιαν ακόμα ψευδοσυγκεκριμένη ενότητα ή πολλαπλότητα.
Αντιθέτως των λεγομένων-συνήθως αυτός ο νέος μαγνητισμός των πραγμάτων εις ένα ακόμα και πάλι παραπλανητικό συγκεκριμένο δεν πρόκειται να συλληφθεί εύκολα, εφόσον σημαίνει κάτι νέο και άγνωστο, παρά τις επαναλήψεις των ήδη γνωστών για την “αλλοτριωτικότητά” τους ριζωμάτων παραπλάνησης και “φετιχοποίησης” (μια ήδη φετιχοποιημένη έννοια), το οποίο όμως τίποτα δεν μου λέει πως είναι και ελπιδοφόρο ή κάτι άλλο ευφυέστερα ή παραπλανητικά σημανθέν και όχι (ως) ελπίδα.
Η δική μου στάση είναι ένας ελιγμός μεταξύ ετεροκαθορισμών, και όχι κάτι που θα κόμπαζε αυτό που επιθυμεί, δηλαδή αυτοκαθορισμός ήδη αυτοκαθορισμένος.
Είναι αλήθεια πως και έτσι κομπασμός και αυτοαναφορικότητα υπάρχει, αλλά συγχωράτε με και αυτό είναι τρόπος, και λόγω της ανάγκης αλλά και για να πάψει πλέον, έστω δι εμέ, όλη αυτή η ακραία μετριοπάθεια, αυτή η ακραία σύνεση, αυτή η ακραία φρόνηση.
Γι’ αυτό λοιπόν αρκεί να λέω ό,τι θεωρώ, ό,τι κακώς καλώς ή καλοκακώς πιστεύω για κάτι για κάποιους και για τα πάντα εν τέλει.
Ένα παράδειγμα;
Δείτε:
Και ναι, οι Τούρκοι είναι εχθροί.
Ακόμα;
Όχι όλοι;
Και ναι, δεν πρόκειται να απαντήσω απολογητικά.
Ίσως γιατί περισσότερο από όλους μαζί τους διεθνιστές και ανθρωπιστές, θα ήθελα να μην συμβαίνει αυτό και να κάνω τη βόλτα μου στα κατατόπια του εκ της μητρός πάππου μου, Ιωάννη Θεοφυλάκη, στην Κωνσταντινούπολη Ισταμπούλ, και ό,τι άλλο, χωρίς να αισθάνομαι ή να σκέφτομαι την όποια εχθρότητα, με ούτια σαντούρια γυναίκες δουλειά γνώση και ό,τι άλλο σημαίνει ένας τόπος, αλλά δεν είμαι εξ’ αυτού διατεθειμένος να λέω ψέματα στον εαυτό μου…
Ιωάννης Ηλία Τζανάκος
Ή,
σε μια μη πατριαρχική εκδοχή
και
Ιωάννης Ηλία και Παρασκευής Θεοφυλάκης..