Σκουριασμένοι αρμοί των αγαλμάτων.
Σύμβολα στη λήθη καταποντισμένα.
Ξέβρασαν την αρμύρα τους
στ΄ αλώβητα κομμάτια μιας Ιδέας,
που περιρρέει αέναα την Πόλη
του Στοχασμού, της Ύβρης, της Ανάσας:
τώρα που ο Χρόνος ανήλεα υφαίνει τα κομμάτια
σε μια πορεία των Λαών, χιλιοειπωμένη.
Άδικος ζυγός η Δικαιοσύνη
σ’ αυτόν που με τα μέλη του τη σέρνει ..
Και πάλι ο Χρόνος ξηλώνει τα κομμάτια
Σε μια Ιστορία που ξέρει ότι θα προχωρήσει,
χωρίς να περιμένει των ανθρώπων την πραμάτεια.
Γέρασε στις παλιές Ακαδημίες μαζί με συγγράμματα και νόμους
αφήνοντας το γαίμα να κυλάει στους δρόμους
παρασέρνοντας τσακισμένες προσδοκίες
και σκαλισμένα όνειρα στους ώμους.