Και ξαφνικά εμφανίζεται από το πουθενά ο σχεδόν ξεχασμένος σήμερα λόγιος Εμμανουήλ Ροΐδης (Σύρος 1836-Αθήνα 1904), σημαντικότατος πεζογράφος, κριτικός και δοκιμιογράφος, συγγραφέας της διαβόητης Πάπισσας Ιωάννας του 1866, βιβλίο- σκάνδαλο στην εποχή του, που αναθεματίστηκε από την επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας.
Κατά τρόπο παράδοξο ή ασυνήθιστο, οι «Τρεις Μεσαιωνικές Μελέτες» μεταφέρουν ἐγκιβωτισμένη ἐντὸς τους μια κίνηση προς τα εμπρός και μια δυναμικὴ ασυνήθιστη, σε αντίθεση με πάρα πολλά από τα σύγχρονα βιβλία που κυκλοφορούν και εισηγούνται μία στάση, δηλαδή μια μορφή ακινησίας και παράλυσης. Ο συγγραφέας Δημήτρης Φύσσας, συνένοχος του Ροΐδη ανασύρει από την λήθη, μεταγράφει στην τρέχουσα γλώσσα, υπομνηματίζει και δημοσιεύει τις τρεις παρακάτω μελέτες:
Αι μάγισσαι του μεσαιώνος, («Αττικόν Ημερολόγιον» 1868).
Το σημαντικότερο, κατά Φύσσα, φεμινιστικό κείμενο στην ελληνική γλώσσα. Μέσω της υπεράσπισης των μαγισσών, ο κατά τα άλλα μισογύνης (;) συγγραφέας (κατηγορήθηκε έντονα ο Ροΐδης για μυσογυνισμό) υπερασπίζεται την επιστήμη, τον ορθό λόγο αλλά ακόμη περισσότερο υπερασπίζεται το γυναικείο φύλο και την μητρότητα. Μάχεται με σφοδρότητα τις προκαταλήψεις, τις δεισιδαιμονίες και τα στερεότυπα που χαρακτηρίζουν την κοινωνία του μεσαίωνα. Αναλαμβάνει την υπεράσπιση της γυναικείας φύσης καταφεύγοντας στην αποτρόπαια ιστορία των μαγισσῶν και βρίσκει αφορμή να επιτεθεί στην χριστιανική θρησκεία και στα δεινά που επισωρεύει στον καθημερινό άνθρωπο η άσκηση της χριστιανικής πρακτικής.
«Ἡ γυνὴ στρέφουσα πρὸς τὴν φύσιν φιλόστοργον βλέμμα ὑπῆρξεν ἡ μήτηρ πάσης ἐπιστήμης· ἀλλ’ ἡ Ἐκκλησία εἶχε κηρύξει ἄσπονδον κατὰ τῆς ἐπιστήμης πόλεμον, καὶ ἐντεῦθεν ὁ ἄγριος κατὰ τῆς μαγίσσης διωγμός.»
Η εορτή του όνου κατά τον μεσαιώνα, («Αττικόν Ημερολόγιον»,1869).
Το κείμενο, με ευρηματικό και σπινθηροβόλο ύφος ξεκινάει από τη σχέση περιβάλλοντος και εθνικού χαρακτήρα, συνεχίζει με την ανάγκη διαφυγής από την υπερβολική θρησκευτική σοβαρότητα, απὸ τη μυστικοπάθεια και το αυστηρό τυπικό της δυτικής εκκλησίας και κορυφώνεται με την εντελώς γκροτέσκα περιγραφή των αποκριάτικων δρώμενων, που υπερβαίνουν και ακυρώνουν τη βαρετή και μονότονη επανάληψη της καθημερινής ζωής. Από τα τρία μελετήματα ποὺ περιλαμβάνονται στὸν παρόντα τόμο, αυτό είναι το μόνο ανάλαφρο.
«…ἀλλὰ ἡ σύνοφρυς καὶ ἀγέλαστος μονοθεΐα ἐβασίλευεν ἐπὶ τῆς οἰκουμένης, μόνος δὲ ἐπὶ τῆς γῆς σκοπὸς τοῦ πιστοῦ ἦτο ἡ τοῦ οὐρανοῦ κατάκτησις, ὑπὲρ ἧς ἐπεξεδύετο πᾶσαν ἐν τῷ κόσμῳ ἀπόλαυσιν καὶ χαράν.»
Οι βρυκόλακες του μεσαιώνος, («Εθνικόν Ημερολόγιον», 1869).
Με οξύτατο βλέμμα, ειρωνεία, τολμηρό πνεύμα και μὲ ἀφετηρία εκκίνησης την ροπή του αμαθούς ανθρώπου προς το υπερφυσικό ή το μη ορατό ξεκινάει ο Ροΐδης να διεκτραγωδεί πόσο αρνητικά αποτελέσματα για την ανθρωπότητα είχε η συνάντηση της ροπής αυτής με την τυπολογία και το δόγμα της χριστιανικής εκκλησίας.
«…αὐτὸς οὗτος ὁ διάβολος ἐλάμβανε κατ’ ἀρέσκειαν τὴν μορφὴν οἱουδήποτε προσκαλουμένου νεκροῦ, ἵνα ἐξαπατήσῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὴν συνείδησιν τῶν ἀνθρώπων ὅτι δύνανται νὰ υπερβῶσι τὸ χάσμα, ὅπερ ἐστήριξεν ὁ θεὸς μεταξὺ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.»
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης αφηγείται ιστορίες που ἀναφέρονται στους μεσαιωνικοὺς χρόνους, όμως τελική επιθυμία του είναι να μιλήσει για την εποχή του, για το παρόν, γι’ αυτό που ζεί καθημερινά, για την αδράνεια της κοινωνίας, για την νοοτροπία των συγχρόνων του, που δεν απέχει και πολύ ἀπὸ τις προλήψεις, την ευπιστία, την τυπολατρία και τις δεισιδαιμονίες του μεσαίωνα, επιχειρώντας να αφυπνίσει μια έντονα πατριαρχική και πρωτόγονη κοινωνία που μόλις πριν από λίγες δεκαετίες έχει ξεμυτίσει από τα σκοτάδια του ελληνικού μεσαίωνα, δηλαδή της τουρκοκρατίας και που μαστίζεται συνεχώς από πλήθος προκαταλήψεις.
Στα Επιλεγόμενα του βιβλίου, ο άθεος και αντικληρικός κατά παλαιότερη δήλωσή του Δημήτρης Φύσσας, με φανερή αγωνία για την μοίρα του σημερινού ανθρώπου, δίνει την εξής απάντηση, προλαβαίνοντας την απορία του υποθετικού αναγνώστη, που θα μπορούσε εξαρχής να αναρωτηθεί, «και γιατί ο Ροΐδης σήμερα;»
«Με ενδιαφέρει από τη μια η εναντίωση στις εκκλησίες και τις θρησκείες, η στηλίτευση της φαλλοκρατίας και του τσαρλατανισμού, η υπογράμμιση του ορθού λόγου και της αισιοδοξίας που προερχόταν από την δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση και την προτεσταντική οπτική του συγγραφέα και από την άλλη το ροϊδικό μοντέλο παραγωγικής σκέψης (από το γενικό στο ειδικό), η απαράμιλλη καθαρεύουσά του, ο σαρκασμός και η ειρωνεία του, ο μακροπερίοδος και ειδικά ο μετοχικός λόγος – όλα αυτά σε συνδυασμό με την επίμονη διδακτική προδιάθεση του Ροΐδη (με την έννοια του εγκυκλοπαιδισμού, όχι του επαρχιακού γυμνασιάρχη.)»
Ας δούμε τώρα κατ’ αντιβολή ποια είναι αυτή η «απαράμιλλη καθαρεύουσα» που επικαλείται ο Φύσσας και τι τον ώθησε στην μεταγραφή των κειμένων του Ροΐδη στη σημερινή, στην τρέχουσα δημοτική.
«Ἡ ἔρευνα τῶν ἐκκλησιαστικῶν μνημείων πείθει ἡμᾶς ὅτι αὐτὴν τὴν φύσιν ἀπεστρέφετο ὁ χριστιανός, ὅτι χρυσῆ αὐτοῦ ἐλπὶς καὶ ἄσβεστος πόθος ἦτο ὁ ὄλεθρος τῆς οἰκουμένης, ἡ ἔκλειψις τῆς ζωῆς, ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος, ἣν παρίστα ὡς ἐγγίζουσαν καὶ ποθητήν. Ὁ νεόφυτος ἵνα ἀναρριχηθῆ εἰς τὰ ὕψη τῆς ἰδανικῆς τελειότητος, ἠναγκάζετο νὰ πατήσῃ ἐπὶ τῶν αἰσθημάτων ἐκείνων, ἅτινα ὑπὸ ποικίλα ὀνόματα ἐθεοποίουν οἱ πατέρες του, νὰ προτιμᾷ τὴν στέρησιν τῆς ἀπολαύσεως, τὴν ἔρημον τῆς κοινωνίας, τὴν δουλείαν τῆς ἐλευθερίας, τὸν θάνατον τῆς ζωῆς…» (Ροΐδης).
(Φύσσας, μεταγραφή): «Η έρευνα των εκκλησιαστικών μνημείων μας πείθει ότι ο χριστιανός αποστρεφόταν την ίδια τη φύση, ότι η χρυσή του ελπίδα και ο άσβεστος πόθος του ήταν ο όλεθρος της οικουμένης, το χάσιμο της ζωής, η συντέλεια του αιώνος, την οποία παρίστανε ότι είναι κοντά και ποθητή. Ο νεοφώτιστος, για να αναρριχηθεί στα ύψη της ιδανικής τελειότητας, αναγκαζόταν να πατήσει πάνω στα αισθήματα εκείνα, τα οποία κάτω από διάφορα ονόματα θεοποιούσαν οι πατέρες του, να προτιμάει τη στέρηση από την απόλαυση, την ερημιά από την κοινωνία, τη δουλεία από την ελευθερία, τον θάνατο από τη ζωή…»
«Ως προς την απόδοση του κειμένου» θα σημειώσει η Φύσσας, «και επιδιώκοντας συνάμα να φτάσει το βιβλίο σε ένα όσο το δυνατόν πλατύτερο αναγνωστικό κοινό, προσπάθησα να προδώσω όσο γινόταν λιγότερο το σπουδαίο ροϊδικό ύφος, γι’ αυτό και κάμποσες βασικές λέξεις – κλειδιά τις κράτησα αμετάγραφες. Ως γνωστόν, ο μέγας Συριανός είχε γράψει σε αυστηρή καθαρεύουσα, ενώ υποστήριζε και υπερασπιζόταν τη δημοτική. Εγώ, με τις μεταγραφές στη δημοτική υποστηρίζω την καθαρεύουσά του.»
Και τέλος, ο κριτικός λογοτεχνίας και γραμματολόγος Αλέξης Ζήρας, θα πει για τον Ροΐδη στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: «Το βασικό στοιχείο για το οποίο ξεχωρίζουν τα πεζά του Ροΐδη, ανεξάρτητα από την έκτασή τους, είναι η γλωσσική τους τέχνη, το ιδιάζον και μοναδικό ύφος τους, οι λεπτοδουλεμένες φράσεις, η απαράμιλλη ικανότητά του να δημιουργεί μεγάλες ενότητες, με εκτεταμένες και διαρκείς παρεκβάσεις, οι οποίες όμως δεν λειτουργούν διαλυτικά αλλά, αντίθετα, κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον τού αναγνώστη. Και τούτο, λόγω της εύφορης διάθεσης που προκαλείται από τα ενίοτε δηλητηριώδη βέλη της σάτιράς του, αλλά και τους αστραπιαίους εύστοχους συνειρμούς και τη χάρη με την οποία κινείται εν γένει ο λόγος του. Εν κατακλείδι, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, ο Εμμανουήλ Ροΐδης υπήρξε στις βασικές προθέσεις του ένας από τους ελάχιστους αναμορφωτές της σύγχρονης πολιτισμικής μας ταυτότητας.»
Καλοσωρίζουμε λοιπόν τον Εμμανουήλ Ροΐδη, με την ελπίδα και την ευχή να βάλει ένα χεράκι για να ξεμπερδέψουμε μια και καλή από τους κόμπους που αφήνουνε πάνω μας τα σκάρτα διαβάσματα, οι κάλπικοι φίλοι και οι μεγάλες, τάχα, διδαχές με τα παχιά λόγια.
O ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και σκηνοθέτης Λευτέρης Ξανθόπουλος με τιμά με κείμενό του σχετικό με το Ροΐδη “μου” στο e-περιοδικό “οanagnostis“.
https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=10214024867556455&id=1254160227