Την ώρα που υπερπηδούσαν το κομμένο δένδρο, οι μόνοι όρθιοι αλλά καταματωμένοι που είχαν μείνει στην εδώ πλευρά ήσαν ο Μαρκαντώνης και ένας νεαρός λεονταρινός.
«Είμαστε στο τέλος, παλληκάρι. Σε λίγο θα αγκαλιάζουμε τους προγόνους μας. Σφίξε την σπάθα και κόψε όσο μπορείς περισσότερους. Ας κατευθύνουν το χέρι μας οι Θεοί και η Ελλάδα». Το μέταλλο από τις δύο σπάθες έκοψε ανέλπιστα πολλούς, πριν νεκρωθούν τα χέρια που τις κατηύθυναν και οι δύο Έλληνες σωριαστούν άψυχοι στο ματωμένο χώμα. Ο αρχηγός της ενέδρας, ένας σκουρόχρωμος «μπολούκμπασης» με πυκνή γενειάδα, κλώτσησε περιφρονητικά τον νεκρό Μαρκαντώνη. «Αυτός μάλλον ο σκύλος με το χρυσό γεράκι στο στήθος είναι ο αρχηγός των ειδωλολατρών. Κόψτε του το κεφάλι, να το δείξουμε στους γκιαούρηδες, να σιγουρέψουμε πως όντως σήμερα φάγαμε τον αρχηγό των ειδωλολατρών. Πάρτε και τα κεφάλια των υπολοίπων, να τα δείξουμε κι αυτά».
Τα αποκεφαλισμένα κορμιά βρήκαν και συνέλεξαν μετά από τρεις ημέρες οι σύντροφοι των φονευθέντων, ενώ ήδη είχε διαδοθεί παντού το κακό νέο πως οι κατακτητές είχαν όντως κατορθώσει να σκοτώσουν τον Μαρκαντώνη «Κλεομένη» Ρενέση, τον θρυλικό «μάγιστρο των Εθνικών». Όπως και του προκατόχου του Δαιμονογιάννη, δίπλα στον οποίο τον έθαψαν, η καρδιά του νεκρού πολέμαρχου στάλθηκε με την πυρά και τα 100 βέλη στον ήλιο και, ως «αγώνος σήμα», η σποδός της παραδόθηκε στον νέο μάγιστρο, τον Ιωάννη «Λυκούργο» Πανάρετο. Μαζί με τους υπόλοιπους στραντιότι, ο Πανάρετος ύψωσε το ξίφος προς τον ουρανό. Ένα δάσος από ξίφη που λαμπύριζαν στο δυνατό φως του μαγιάτικου ήλιου. Τα ξίφη τού ακόμα ζωντανού και ακόμα μαχόμενου Ελληνισμού. Εν χορώ επαναλήφθηκε, μπροστά στο χρυσοκόκκινο λάβαρο του γερακιού, ο όρκος για συνέχιση του αγώνα. Μέχρι τον τελευταίο ζωντανό. Νίκη ή θάνατος.
(Προδημοσίευση από το υπό έκδοση ιστορικό αφήγημα “…το μεγαλείο και την απελπισία σου”