Να σας σερβίρω ένα βασιλόπουλο είναι αδύνατο φυσικά.
Εκείνο όμως που μπορώ να κάνω για σας, είναι να σκοτώσω το βασιλόπουλο.
Και τη Σταχτοπούτα. Αυτή η ξευτελισμένη, αυτή η δούλα, που δεν έχει ίχνος περηφάνιας και ρεαλισμού, άα, δε μου ξεφεύγει.
Όχι, το προσέξατε; Δεν έμεινε τίποτα όρθιο γύρω μας. Χωρίς προσχήματα, χωρίς ντροπή ο πολεμόχαρος κόσμος μας καταστρέφει το καθετί, αδιαφορώντας για τη ζωή, αφανίζοντας την. Όποια ζωή. Και χωρίς να λογοδοτεί κανείς σε κανέναν. Για σφαγές θα μιλάμε τώρα; Ανθρώπων, ζώων ή φυτών. Πανέμορφα είδη εκλείπουν, πουλιά χάνονται από το στερέωμα, τα μαραζωμένα δέντρα ορφανεύουν από επισκέπτες, οι θάλασσες στειρώνονται και δε γεννούν πια.
Άλλους ήχους από των μοτέρ ακούτε; Βόμβους μηχανών, αγκομαχητά εργοστασίων, ελικόπτερα που σεργιανούν στις ταράτσες μας, αφθονία! Μια αφθονία βάρβαρη που δολοφόνησε τη ζωή της Φύσης. Βούβανε μηνύματα πουλιών, άλλαξε το χρώμα τ’ ουρανού, θάμπωσε τον ήλιο, αλλοίωσε, για να μην πούμε πως αλλοτρίωσε, την ανθρωπιά και την ευαισθησία, ακόμα και τη φρίκη του φόνου.
Διαβάστε τίτλους στις εφημερίδες και θα δείτε τη διαφοροποίηση της μετάδοσης πληροφοριών που στοχεύει στον ερεθισμό της αδιαφορίας του δέκτη: «Χούλιγκανς σκοτώνουν τους ομοφυλόφιλους» και υπότιτλος, «Εξαιτίας του μίσους τους γι’ αυτούς;»
Αυτόματα νομιμοποιείται η ύπαρξη του Χούλιγκαν που αναλαβαίνει την «κάθαρση», καθώς η αναφορά στους ομοφυλόφιλους ερεθίζει την καλλιεργημένη απέχθεια και χριστιανική σεμνοτυφία και ανακαλεί την εικόνα του έγγαμου βίου.
Νομίζετε πώς διαφέρει ο αναβρασμός του Χούλιγκαν από του χριστιανού αντισημίτη που οργανώθηκε σε Ναζί;
Ό Σαρτρ γράφει ατό βιβλίο του Το Εβραϊκό Πρόβλημα πως η μάζα θα εφεύρισκε τους Εβραίους αν δεν υπήρχαν —η αγράμματη μάζα— αναζητώντας ένα σημείο κοινής πίστης, στη μοναξιά της, και στην αδυναμία της να έχει ευγενέστερα ιδανικά. Ο μισός συλλογισμός είναι λάθος. Το σύστημα είναι που φροντίζει, πάντα, να στήνει στόχους βολής, για να κρατά σε εγρήγορση την πλευρά της ανθρώπινης βαναυσότητας, προσφέροντας μύθους στα μέτρα της. Της βαναυσότητας, φυσικά, που κάποτε θα αξιοποιήσει.
Καταλαβαίνετε που στηρίζει το σύστημα τη δύναμη του; Στους μύθους, αναρίθμητους μύθους. Κι όταν δε βρίσκει καινούριους, ανανεώνει παλιούς, άλλα δοκιμασμένα αποτελεσματικούς. Τους πακετάρει σε καινούριο περιτύλιγμα, κι ανάλογα με τις μόδες τους κυκλοφορεί στην αγορά. Τούτη τη φορά διάλεξε τις μοτοσικλέτες. Οι Χούλιγκανς θα μου πείτε είναι νέο φρούτο! Κούνια που σας κούναγε!
Ο μύθος πού πλασάρουν, «το μίσος τους κατά των ομοφυλόφιλων», δεν είναι άλλο από το εβραϊκό μίσος (του τρίτου προ χριστιανισμού αιώνα) κατά του ελληνικού πολιτισμού, πού θα διαμορφωθεί συστηματικά στην καταλυτική μάστιγα του χριστιανισμού, που επιβιώνει τώρα και δυο χιλιετίες.
Οι μύθοι είναι τα κάστρα του συστήματος. Τη θεωρία την αφήνει στους αντίπαλους, αμφισβητίες, αναρχικούς, μαρξιστές, επαναστάτες με ή χωρίς αίτια, αδέσμευτους ή δογματικούς.
Τι αντέταξε η ντροπιασμένη Δεξιά στον ανυπέρβλητο αγώνα της Εθνικής μας Αντίστασης, του ΕΑΜ; «Κουβάδες βγαλμένα μάτια αθώων πολιτών».
Να δείτε που ένα διάταγμα, όσο ευλογημένο κι αν είναι, σαν την αναγνώριση της Αντίστασης, θα σπα χρόνια τα μούτρα του πάνω στη θηριωδία του μύθου, τούτη τη φορά, που ρίζωσε σαράντα τόσα χρόνια, σε γενιές παιδιών στα σχολειά κι άλλες τόσες φαντάρων.
Το σύστημα εγκατέλειψε τη θεωρία από τη στιγμή πού έπαψε να κρατά στα χέρια της το μονοπώλιο της διανόησης του κόσμου η άρχουσα τάξη. Αν αναλογιστούμε τα εκατομμύρια έντυπων και βιβλίων που γράφτηκαν από την εποχή του Ρουσσώ και τα συγκρίνομε με τις στατιστικές της αγραμματοσύνης των λαών και την επιβίωση όλων των διαβρωτικών μύθων, θα τινάξομε τα μυαλά μας στον αέρα.
Μέσα σε τούτο τον κοσμογονικό μισό αιώνα, αλωνίσανε το φεγγάρι — η γυναικεία επανάσταση κυριάρχησε στον κόσμο — τα παιδιά μίσησαν αθεράπευτα τους γονιούς — οι πολιτείες γέμισαν από άντρα εγκαταλειμμένων κι ανεπιθύμητων γερόντων, «οίκους ευγηρίας» — οι αρμόδιοι μοιράζουν ναρκωτικά στα Δημοτικά σχολειά της Ευρώπης και της Αμερικής για να εξουδετερώνουν όποια δυνατότητα αντίδρασης — γεννήθηκε ένας Μάρκες — προδόθηκε ένας Τσε και δολοφονήθηκε — οι Ναζί μετεμψυχώθηκαν στους Εβραίους.
Κάτι ξέχασα; Κάτι σημαντικό;
Τι επέζησε. Ποιος; Ένας ακόμη μύθος, χιλιόχρονος και βάλε. Η πιο άθλια πλάνη. Αυτό πού στις μέρες μας ολόγδυμνες καλλονές, σταρς, δίνοντας συνέντευξη δηλώνουν πως περιμένουν: τον «ιδανικό άντρα» της ζωής τους.
Ποιος είναι αυτός; Μα, το πολυφορεμένο και άφθαρτο βασιλόπουλο του παραμυθιού.
Ό μύθος διασχίζει τους αιώνες ακολουθώντας κατά πόδι τη γυναίκα. Τι κι αν πέταξε κατά τη διαδρομή ό,τι περιττό: καπέλα, ψηλά τακούνια, εσώρουχα, κορσέδες, σουτιέν, μέχρι ν’ απογυμνωθεί, διατηρώντας σα μοναδικό της ένδυμα τη σιγουριά πως, κάποιος την περιμένει κάπου —μα γιατί άλλο;— για να την κάνει ευτυχισμένη.
Πρόκειται κυριολεκτικά για ψύχωση πού δημιούργησε μια ψυχοσύνθεση παραίτησης από την προσωπική ευθύνη της γυναίκας, απέναντι στον ίδιο τον εαυτό της.
Γιατί ποτέ κείνος που περιμένει δε δημιουργεί.
Και πολύ περισσότερο όταν περιμένει να θρέψουν οι άλλοι την πείνα του για ζωή, αν όχι την περιέργεια του γι’ αυτήν. Που όσο κι αν είναι πενιχρή, κάποτε θ’ απαιτήσει την απάντηση: Γιατί η συνταγή απέτυχε; Γιατί ο γάμος δεν έφερε και τη μεγάλη ευτυχία;
Ό μύθος παντοδύναμος, περπατώντας σαν τη δόξα θεομόναχος σ’ ένα διαλυμένο κόσμο, διαβρωτικός, εκπορνευτικός, ανήθικος, επενδύθηκε σε μια σταχτοπούτειο παιδεία με τη μορφή ψυχαγωγίας. Και ποιο παιδί δεν πέρασε από τη λαχτάρα για τη μοίρα τής άθλιας, πλην πανέμορφης, δουλίτσας που τραβάει τα πάνδεινα στα χέρια απάνθρωπων αφεντικών, που παρ’ όλα τα πλούτη τους δεν έχουν ανθρωπιά. Μα όχι όλοι. Όχι όλοι οι πλούσιοι κακοί. Και την τύχη, που την πας την τύχη; Με μάγια θα την ντύσει στα μετάξια και θα κάνει να λάμψει η καλλονή της. (Γιατί όλα στη ζωή είναι και μπίζνες). Και νάτο το καλό και πανέμορφο και ζάπλουτο βασιλόπουλο που θ’ αγνοήσει όλες τις αρχοντοπούλες και θα ερωτευτεί τρελά την πάμφτωχη αλλά καλλονή σταχτοπούτα, κάνοντας της τη ζωή ευτυχισμένη. Αφού την παντρεύεται, και κείνη αυτόματα γίνει και βασίλισσα και πλούσια! Μπορεί να μην είναι και ευτυχισμένη;
Κατόπιν αυτού μπορούμε να ρίξομε το σύνθημα: Προλετάριες του κόσμου, πριν και μετά τον Μαρξ, ενωθείτε κάτω από τη σημαία της αθλιότητας σας. Ένα βασιλόπουλο υπάρχει κάπου και για σας.
Πρόκειται για έγκλημα κατ’ εξακολούθηση: Ή εξάρτηση όλης της ζωής της γυναίκας και της επιτυχίας της από τον άντρα. Εξουδετερωτικός, καταλυτικός ο μύθος την υποδούλωσε στην έσχατη πλάνη: Πώς κάποιος άλλος θα την κάνει ευτυχισμένη. Όλα θα ολοκληρωθούν και θα καλυφτούν μόνο από το γάμο με το σερνικό.
Ο αντροκρατούμενος κόσμος μας άπλωσε της γης και των ουρανών τους ορίζοντες στους σερνικούς και στις ανησυχίες τους. Και εξασφάλισε στη γυναίκα την υπέρτατη πολυτέλεια να βρει συγκεντρωμένα όλα τα ιδανικά της ζωής σε έναν άντρα-σύζυγο. Όλα θα ολοκληρωθούν μόνο και διά της παρουσίας του σερνικού.
Το γυναικείο μυαλό αδειασμένο σαν κονσερβοκούτι κενό από χιλιόχρονες πλύσεις γεμίζει με την προσδοκία της ευτυχίας του γάμου, που κοινωνία και οικογένεια εγγυούνται. Και δεν υπερβάλλω αν ισχυριστώ πως ο μύθος μασκαρεμένος σύμφωνα με τις μόδες και τις εποχές εισβάλλει και στον απομυθοποιημένο κόσμο της disko, αγκαλιά με την κοπελιά.
Είδε κι έπαθε το ανθρώπινο μυαλό να συλλάβει, μόλις πριν τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου, πως η ζωή υπηρετείται πάντοτε από κάποιο ζευγάρι: Άλογο-φοράδα, κότα-πετεινός, τράγος-κατσίκα, σερνικός-θηλυκιά.
Αμέσως η πολύτιμη διαπίστωση πέρασε στα απαγορευμένα. Αυτή στάθηκε η πρώτη σκοταδιστική λογοκρισία στους αιώνες. Ή γυναίκα δεν πρέπει να μάθει ποτέ —ή πρέπει να ξεχάσει— ότι η γαμική πράξη είναι ένα δικαίωμα φυσικό, όσο και το φαγητό και το ξαλάφρωμα στην τουαλέτα.
Τι απόγινε αυτή η θεία δωρεά της φύσης, λάβετε φάγετε τούτο μου εστίν το σώμα που θα καρπίσει και θα καρπιστεί; Χάρισμα σε όλους, κάτι σαν τη δωρεάν παιδεία! Μασκαράτα. Αιώνες τώρα το σερνικό παρελαύνει, παγόνι ηλίθιο, με ασπίδες, περικεφαλαίες, άμφια, πορφύρες, κράνη, επωμίδες, στέμματα, ρεντιγκότες, πηλήκια, κουρέλια και Λακόστ. Αυτός! Γίνεται ένας ολόκληρος μύθος από μόνος του. Ο νικητής, ο ηγέτης, ο γόης, ο φονιάς, ο ποιητής, περιφρονητής και κατακτητής και ποτέ μα ποτέ ο φυσιολογικός εκπρόσωπος του είδους του, όπως τον κατάταξε η Φύση, δίπλα στο αντίστοιχο είδος του: πέος-αιδοίο.
Τι απόγιναν αυτά τα πλούτη που κουδουνάνε τη λαχτάρα μας μέσ’ από το πετσί μας, σαν τους παλιούς πραματευτάδες πού γύριζαν στα χωριά με αμέτρητα χρωματιστά μπιχλιμπίδια φορτωμένα σ’ ένα γάιδαρο, ξεσηκώνοντας το γυναικόκοσμο μ’ ένα κοινό μικρό κουδούνι;
Υστερία, ντροπή και απαγόρευση για τις γυναίκες.
Θηλιά στο λαιμό των άντρων.
Σκεφτήκατε ποτέ τι δικάζουν τα δικαστήρια σε υποθέσεις μοιχείας;
Το αιδοίο της γυναίκας. Που, μέσα από το νομικό και κοινωνικό δίκαιο, πέρασε στην παρανομία.
Με τα όργανα της ύπαρξης-διαιώνισης κατηγορούμενα, μεταφέρανε το πρόβλημα της σεξουαλικής διέγερσης σε ποινικό αδίκημα που άφορα κλητήρες, χωροφύλακες, και (συνήθως) λάγνους δικαστές.
Όσο κατέβαινε το πνευματικό επίπεδο της ανθρωπότητας με το χριστιανικό σκοταδισμό, ανέβαιναν οι μετοχές του σερνικού και οι απαγορευτικές απαιτήσεις του, για να φτάσει τελικά να γίνει ένας γάμος μαζί του το υπέρτατο είδος πολυτέλειας και επιτυχίας στη ζωή της γυναίκας.
Αυτός, ό κύριος, ό εξουσιαστής τής θηλυκιάς μοίρας, παντρεύεται εφοδιασμένος με πετιγκρί πολυγαμικότητας. Εκείνη, αντίθετα, με γκαραντί αποκλειστικής αφοσίωσης μέχρι θανάτου, έκανε λάβαρο εκβιασμού, καταναγκασμού και απαιτήσεων το επικηρυγμένο της αιδοίο. Μόνο που η ευτυχία δεν ερχόταν.
Τι κάνουν τ’ αφεντικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Θα ομολογήσουν την άπατη; Ξέρετε κανέναν που να γκρεμίσει μόνος τον το μύθο του; Να πει τι; «Φταίω γω που σου γάνωσαν το κεφάλι με μαλακίες και ιδανικούς άντρες; Υπάρχουν, κυρά μου, ιδανικοί άνθρωποι; Και γω σαν και σένα, τρώγω, κοιμάμαι, ξυπνάω, κατουράω, ανασαίνω, γερνώ και θα πεθάνω, όπως όλοι μας. Ένα ανθρωπάκι αδύνατο μπροστά στους νόμους της Φύσης, στις απειλές της, στο θάνατο. Διψασμένος κι αδύνατος. Πιο διψασμένος ίσως για στοργή. Εσύ, βλέπεις, έχεις περίσσευμα στις γωνιές της κοιλίας σου, της ευλογημένης…»
Αστειεύεστε! Θα χαλάσει το μαγαζί; Αντίθετα, κάνει μια συνεχή επίδειξη ευτυχίας. Γιατί έχει και κείνος πειστεί ότι πρέπει να πετύχει το δίδυμο. Συχνά ο υπανάπτυχτος σκοτώνει τη σύζυγο, για να ζήσει με την ερωμένη. Στη διαβρωμένη του νοοτροπία ο φόνος — που ελπίζει ότι δε θα αποκαλυφτεί — είναι προτιμότερος απο του να χωρίσει τη γυναίκα του. Πρώτα γιατί τη θεωρεί κτήμα του. Κυρίως, όμως, γιατί δε δέχεται να ομολογήσει πως απότυχε.
Αντίστοιχα η γυναίκα αυτοκτονεί. Αρνείται να αποκολληθεί άπ’ ό,τι πίστεψε σαν υπέρτατο ιδανικό, σαν δικαίωμα στην ευτυχία, σα σεξουαλική της καταφυγή, μοναδική και αποκλειστική. Τον περασμένο χειμώνα αυτοκτόνησε μια γυναίκα στη Θεσσαλονίκη με δυο παιδιά. Ο άντρας της την κακοποιούσε τόσο, που δεν άντεχε. Και δεν άνοιξε την πόρτα να φύγει. Τον καταδίκασε στην αιώνια τιμωρία της αυτοθυσίας της. «Αυτοκτονώ», του ‘γραψε, «γιατί φοβάμαι πως κάποια στιγμή θα με σκοτώσεις και θα πας φυλακή. Για να μη μείνουν λοιπόν τα παιδιά μας απροστάτευτα…» Ψέματα. Ανεξάρτητα από τη δική του βαναυσότητα και εγκληματικότητα, εκείνη ήταν θύμα και αντικείμενο παθολογικό. Αποτέλεσμα σεξουαλικής υστερίας.
Μισώ την ψυχοσύνθεση που διαμόρφωσε όλη αυτή η κοινωνική άπατη των αντροκρατούμενων κοινωνιών, με την κωμωδία της προσδοκίας. Η αυτοκτονία της γυναίκας αυτής απόδειξε για μυριοστή φορά ότι και η δύναμη της φύσης φαλκιδεύεται και εξουδετερώνεται από την πλύση εγκεφάλου και την καλλιέργεια των μύθων. Η γυναίκα δεν έμαθε ποτέ, δε διδάχτηκε ως τώρα, ότι το μόνο πού σε σώζει είναι η πίστη στον εαυτό σου.
Αντίθετα, εκπαιδεύτηκε να περιμένει τα πάντα από άλλους. Πατέρα, αδερφό, σύζυγο. Αφού όλοι διαιώνιζαν το σύστημα, εκείνη εξαργύρωνε την «τιμή» της, που δεν ήταν άλλη από τη σεξουαλική της αποστέρηση, με την απαίτηση να της εξασφαλίζουν τη ζωή, όσο καλύτερα γινόταν.
Μετατρέποντας τη φυσιολογική σεξουαλική πράξη σε αδίκημα, ο σερνικός νομοθέτης μετέτρεψε τον εαυτό του σε μοναδικό σύμβολο κοινωνικής, υλικής και βιολογικής ευτυχίας, κατ’ αποκλειστικότητα, με το γάμο. Η αποκλειστικότητα γίνηκε σε εκατομμύρια γυναίκες μια μανιακή κατάσταση που ξεπερνούσε τη νοσηρότητα. Εκατομμύρια λογοτεχνικές σελίδες, γραμμένες όλες από σερνικούς, πυροδοτούσαν αυτήν τη σύγχυση φρενών. Και δε μιλούμε για περασμένα ήθη και κοινωνίες, που ο περιορισμός της γυναίκας στο σπίτι δικαιολογούσε αυτή την αρρωστημένη προσκόλληση, στο ένα και μοναδικό αρσενικό που δικαιούταν με το γάμο της. Για σήμερα λέμε. Σήμερα, άλλωστε, φτάνουν σε τέτοια κυκλοφοριακά ύψη τα αισθηματικά ρομάντζα, τύπου «’Άρλεκιν» και τα παρόμοια. Η «αιωνιότης» είναι μέσα στα αισθηματικά πιστεύω των γυναικών. Αδύνατο να τις πείσεις πως η επιθυμία για τον κύριο που τις περιφρονεί μπορεί θαυμάσια να μετατεθεί σε κάποιον άλλο κύριο. Περιττό, φυσικά, να πούμε πώς ο τελευταίος που θα πολεμούσε αυτήν τη μονομανία της αποκλειστικότητας θα ‘ταν ο κύριος. Είναι εύκολο να παραιτηθείς από τη μοίρα και τον προορισμό του εξουσιαστή; Έτσι, σερνικοί και θηλυκές είναι ταυτόχρονα θύματα και θύτες.
Με αποτέλεσμα να ζήσουν και να πεθάνουν εκατομμύρια γυναίκες χωρίς ίχνος χαράς, χωρίς να νιώσουν ποτέ τη μέγιστη ευτυχία του ερωτικού σπασμού. Παλιότερα, μάλιστα, κι αυτός απαγορευόταν. Στην Πελοπόννησο η γυναίκα που εκδήλωνε κάποια συμμετοχή στη σεξουαλική της συνάντηση με το σύζυγο της έτρωγε άγριο ξύλο, «γιατί εκείνος δεν παντρεύτηκε καμιά πουτάνα».
Δε θέλω αντιρρήσεις!
Κάποτε, σε μια συνέντευξη που μου ‘δινε ο Μινωτής (1969), μου μιλούσε για την απουσία ήθους της εποχής. Πικραμένος βαθιά για κείνους που τολμούν ν’ αμφισβητούν το ήθος ενός ανθρώπου σαν και κείνον. Μέσα στο χείμαρρο του λόγου, και ο Μινωτής μιλάει πάμπλουτα κι αγαπάει τους ήχους και τους κυματισμούς της πλούσιας φωνής του, μου είπε: «Εγώ, αγαπητή μου, είχα έναν πατέρα με τέτοιες αρχές, που δεν κοιμήθηκε με τη μητέρα μου, παρά μόνο όσες φορές έπρεπε να τεκνοποιήσει».
μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο παρακαλώ, Σαν Πρόλογος (Ή δύναμη τον μύθου, σελ. 11-19) – ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ – ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ & Σια Ε.Ε. «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ»
Λιλή Ζωγράφου (1922-1998). Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Φοίτησε στο Λύκειο Κοραής και στο Καθολικό Γυμνάσιο των Ουρσουλίνων στη Νάξο. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση ενώ ήταν έγκυος και γέννησε στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Τη διετία 1953-1954 έζησε στο Παρίσι. Από τη θέση της δημοσιογράφου αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή από νουβέλες “Αγάπη”, γνωστή έγινε όμως εννιά χρόνια αργότερα με την έκδοση του βιβλίου της “Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός”, μια απομυθοποιητική και ψυχαναλυτική προσέγγιση της προσωπικότητας του κρητικού συγγραφέα. Συζητήσεις προκάλεσε και το δοκίμιό της “Αντίγνωση: Τα δεκανίκια του καπιταλισμού” στο οποίο υποστήριξε τη θεωρία της περί του χριστιανισμού ως θεμελιακού όρου για την επικράτηση του καπιταλισμού ανά τον κόσμο. Το πιο γνωστό έργο της είναι το μυθιστόρημα “Η Συβαρίτισσα” με έντονα αυτοβιογραφικό χρώμα και εμφανείς επιρροές από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία. Το θεατρικό έργο της “Τιμή ευκαιρίας για τον παράδεισο” παραστάθηκε το 1976 από τη Β΄ σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
LA CHARIA N’EST PAS UNE CONSTITUTION/SHARIA IS NOT A CONSTITUTION