Σουφραζέτες

Σήμερα το εκλογικό δικαίωμα μοιάζει τόσο φυσικό κι αυτονόητο, ώστε ούτε καν περνάει από το νου των περισσότερων ότι κατακτήθηκε με πραγματικές μάχες. Κι όμως, μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα οι κυβερνώντες δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για το ενδεχόμενο να δοθεί ψήφος στις γυναίκες. Έτσι, μια σειρά από μαχητικές φεμινίστριες εξεγέρθηκαν. Πολλές από αυτές φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, υπέστησαν τον εξευτελισμό και την ταπείνωση. Μία από αυτές θυσίασε την ίδια της τη ζωή. Έμειναν στην ιστορία με ένα όνομα που συχνά τους αποδιδόταν με σαρκασμό: «σουφραζέτες», από τη γαλλική λέξη suffrage, «ψήφος».

Αυτά τα «επιστημονικά» και «πασίγνωστα» διακήρυττε η αθηναϊκή εφημερίδα Νέα Ημέρα στις 20-3-1928, αποκαλύπτοντας το βρώμικο πόλεμο που είχε ξεσπάσει ενάντια στο εκλογικό δικαίωμα των γυναικών –ένας πόλεμος ο οποίος είχε ξεκινήσει ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Φωνές που διεκδικούσαν τη συμμετοχή των γυναικών στα κοινά άρχισαν να ακούγονται από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, στην οποία άλλωστε εκείνες είχαν ενεργό ρόλο. H Κλαιρ Λακόμπ (Claire Lacombe) και η Πωλίν Λεόν (Pauline Léon) ίδρυσαν τη Société des Républicaines Révolutionnaires, την πιο σημαντική γυναικεία οργάνωση για τα μέλη των φτωχότερων τάξεων. Παράλληλα, η Θερουάν ντε Μερικούρ (Théroigne de Méricourt) και η Ολύμπ ντε Γκουζ (Olympe de Gouges), αστές φεμινίστριες, διεκδικούσαν την ελευθερία και την ισότητα. Η τελευταία διακήρυττε: «Αφού οι γυναίκες έχουν δικαίωμα στη λαιμητόμο, πρέπει να έχουν το ίδιο δικαίωμα και στο βήμα».

Ωστόσο, η Επανάσταση, που είχε ξεκινήσει ως ένα «πανηγύρι των καταπιεσμένων», στη δεύτερη φάση της έκανε στροφή προς το συντηρητισμό. Η Ολύμπ ντε Γκουζ εκτελέστηκε, ενώ η Θερουάν ντε Μερικούρ ξυλοκοπήθηκε άγρια και κλείστηκε σε ψυχιατρείο. Οι γυναικείες οργανώσεις απαγορεύτηκαν, η ελευθερία των ανθρώπων γένους θηλυκού να διαδηλώνουν καταργήθηκε. Η συμμετοχή τους στα κοινά χαρακτηρίστηκε ασυμβίβαστη με τα «οικιακά τους καθήκοντα» και τη «γυναικεία τους φύση» –επιπλέον, θεωρούνταν απειλή για την αστική τάξη που μόλις είχε πάρει στα χέρια της την εξουσία.

Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα της απελευθέρωσης των γυναικών δεν έσβησε· σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα εμφανίζεται ξανά και ξανά. Κάποιες αρχίζουν να διεκδικούν όχι μόνο την ψήφο, αλλά και το δικαίωμα στη μόρφωση, στο διαζύγιο, στις αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες και αμοιβές.

Οι εργάτριες της Βρετανίας οργανώνονται

Στη Βρετανία του 19ου αιώνα η κατοχή της ιδιότητας του πολίτη ήταν τεράστιο θέμα. Καθοριζόταν όχι μόνο με βάση το φύλο αλλά και ανάλογα με την κοινωνική τάξη, ενώ αφορούσε και τα δικαιώματα όσων ζούσαν στις βρετανικές αποικίες, όπως επισημαίνει η Τζέιν Ρέντολ (Jane Rendall) στο δοκίμιό της «Διεκδικώντας την ιδιότητα του πολίτη». Οι άνδρες είχαν σταδιακά κατακτήσει το δικαίωμα ψήφου. Το 1832 το είχαν αποκτήσει τα μέλη της μεσαίας τάξης, ενώ το 1884 όλοι οι ειδικευμένοι και όλοι οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι. Όμως, υπήρχαν περιορισμοί με βάση την περιουσία, τη μόρφωση και τον τόπο κατοικίας, οι οποίοι εμπόδιζαν το 42% των ανδρών να συμμετέχει στις εκλογές.

Όταν, λοιπόν, τέθηκε το θέμα της γυναικείας ψήφου, εμφανίστηκαν δύο πολύ διαφορετικές επιλογές: είτε θα δινόταν με τους ίδιους περιοριστικούς όρους που ίσχυαν για τους άρρενες ή θα επεκτεινόταν σε όλα τα ενήλικα άτομα. Αν συνέβαινε το πρώτο, μια πολύ μικρή μειοψηφία γυναικών θα μπορούσε να ψηφίζει. Το δικαίωμα στην καθολική ψηφοφορία ζητούσαν η Μαίρη Μακάρθουρ (Mary Macarthur) και η Μάργκαρετ Μπόντφιλντ (Margaret Bondfield), ηγετικό στέλεχος του Συνδικάτου Βοηθών Καταστημάτων και πρόεδρος της Λέσχης για την Ψήφο των Ενηλίκων. Το ίδιο υποστήριζε και το Κόμμα των Εργατικών (Labour Party) από το 1905.

Αλλά και νωρίτερα, το 1893, η Esther Roper είχε ξεκινήσει μια σχετική καμπάνια μαζί με εργάτριες στα υφαντουργεία του Λάνκασαϊρ, όπως περιγράφει ο Tony Cliff στο βιβλίο του Class Struggle and Women’s Liberation. Η πρωτοβουλία αυτή συγκέντρωσε το 1900 29.359 υπογραφές γυναικών της εργατικής τάξης, ενώ σύντομα εξαπλώθηκε και σε άλλα μέρη.

Οι 90.000 γυναίκες-μέλη στα συνδικάτα των βαμβακουργείων αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του κινήματος αυτού. Όχι μόνο ζητούσαν καθολικό δικαίωμα ψήφου για τα ενήλικα άτομα, αλλά παράλληλα προέβαλλαν μια σειρά από κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα: αύξηση του γυναικείου μισθού, βελτίωση των συνθηκών δουλειάς, μόρφωση για τα κορίτσια της τάξης τους, καθώς και καλύτερες εγκαταστάσεις για τις εργαζόμενες μητέρες και τα παιδιά τους. Για να πετύχουν τους στόχους τους έκαναν συναντήσεις στις πύλες των εργοστασίων, προωθούσαν τις προτάσεις τους μέσα από κλάδους των συνδικάτων και οργανώνονταν στο χώρο της δουλειάς τους.

Ωστόσο, το κίνημα αυτό είχε άδοξο τέλος, εφόσον δεν βρήκε αρκετή συμπαράσταση από το ευρύτερο εργατικό κίνημα. Κατέληξε σε μια συνεργασία με τις αστές φεμινίστριες και μετά από μερικά χρόνια έσβησε. Σήμερα παραμένει σχεδόν ολότελα ξεχασμένο, ξεγραμμένο από τις σελίδες της ιστορίας.

Βίαιες διαμαρτυρίες, κρατική καταστολή και ένας θάνατος

Πολύ πιο γνωστή είναι η οργάνωση που ίδρυσαν η Έμελιν Πάνκχερστ (Emmeline Pankhurst) και η κόρη της Κρίσταμπελ (Christabel) το 1903, η Κοινωνική και Πολιτική Ένωση των Γυναικών (Women’s Social and Political Union). Αρχικά ενδιαφερόταν για ποικίλα κοινωνικά ζητήματα, όμως σύντομα επικεντρώθηκε μόνο σε ένα: στο δικαίωμα ψήφου. Το 1906 οργάνωσε την πρώτη διαδήλωση για το θέμα αυτό. Στις 19 Φεβρουαρίου, μετά από μια πορεία τριακοσίων γυναικών, διεξήγαγε μια συγκέντρωση με στόχο να ασκηθεί πίεση στα μέλη του Κοινοβουλίου. Σε αυτήν συμμετείχαν και πλούσιες κυρίες –μερικές είχαν φορέσει τα ρούχα των υπηρετριών τους, φοβούμενες μήπως τις αναγνωρίσουν και αμαυρωθεί η φήμη τους!

Τελικά, όμως, οι πλούσιες κυρίες, με τις γενναιόδωρες δωρεές τους, έφτασαν να επηρεάζουν όλο και περισσότερο την Ένωση. Οι γυναίκες της εργατικής τάξης ένιωσαν περιθωριοποιημένες. Άλλωστε, το σύνθημα «Ψήφος στις Γυναίκες» κατέληξε να σημαίνει εκλογική συμμετοχή με τους ίδιους περιοριστικούς όρους που ίσχυαν για τους άνδρες –με άλλα λόγια, ήταν «Ψήφος για τις Κυρίες», όπως κατήγγειλαν τότε οι συνδικαλίστριες.

Ωστόσο, οι πορείες που οργάνωνε η Ένωση αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη μαζικότητα. Το αποκορύφωμά τους ήταν στις 21 Ιουνίου 1908, όταν ένα τεράστιο πλήθος συγκεντρώθηκε στο Hyde Park. Η εφημερίδα Times υπολόγιζε ότι θα πρέπει να αριθμούσε 250.000-500.000 άτομα –ένας εντυπωσιακός αριθμός, ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα. Όμως, η επιτυχία αυτή έπεσε στο κενό, καθώς η πολιτική της κυβέρνησης δεν άλλαξε.

Σουφραζέτα συλλαμβάνεται από αστυνομικούς, Μάιος 1914

Η αντίδραση της Ένωσης ήταν να σταματήσει τις διαδηλώσεις και να υιοθετήσει μια νέα τακτική: όταν τα μέλη της συλλαμβάνονταν για τις διαμαρτυρίες τους (λ.χ. επειδή σταματούσαν τις συγκεντρώσεις του Φιλελεύθερου Κόμματος), ξεκινούσαν απεργία πείνας μέσα στη φυλακή. Αρχικά η κυβέρνηση έδωσε εντολή να ταΐζονται διά της βίας, με την επώδυνη εισαγωγή ενός σωλήνα –ένα πραγματικό βασανιστήριο, όπως περιγράφει η Κονστάνς Λύτον (Constance Lytton) που το υπέστη.

Στη συνέχεια εφαρμόστηκε η μέθοδος «της γάτας και του ποντικού»: οι φυλακισμένες σουφραζέτες αφήνονταν να κάνουν απεργία πείνας μέχρι να εξαντληθούν, αλλά απελευθερώνονταν προτού πεθάνουν, ώστε να μην γίνουν μάρτυρες, κερδίζοντας τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Μόλις όμως η υγεία τους βελτιωνόταν, οδηγούνταν ξανά στη φυλακή και ούτω καθεξής.

Ωστόσο, παρά τον ηρωισμό που έδειχναν τα μέλη της Ένωσης, το αίτημά τους παρέμενε ανεκπλήρωτο. Μέσα στην απελπισία τους, οι ηγέτιδες της οργάνωσης, η Έμελιν και η Κρίσταμπελ Πάνκχερστ, κατέφυγαν σε βίαιες μεθόδους. Το 1911 οργάνωσαν ένα μαζικό σπάσιμο βιτρίνων στο West End του Λονδίνου. Δύο χρόνια μετά ξεκίνησαν μια σειρά από εμπρησμούς, καίγοντας τις βίλες κάποιων πλούσιων και διάσημων.

Την ίδια χρονιά, το 1913, η Έμιλυ Ουίλντιγκ Ντέιβιζον (Emily Wilding Davison), μια από τις πιο δυναμικές σουφραζέτες, έκανε μια πράξη διαμαρτυρίας που της στοίχισε την ίδια της τη ζωή: μπήκε στο στάδιο όπου γίνονταν οι ιπποδρομίες, όρμησε στο στίβο και άρπαξε τα γκέμια του αλόγου του βασιλιά την ώρα που έτρεχε. Το ζώο την έσυρε μερικά μέτρα μακριά, τραυματίζοντάς την βαριά. Ξεψύχησε έπειτα από μερικές μέρες.

Όμως, όσο μαχητικές κι επίμονες κι αν ήταν οι σουφραζέτες, το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τις αποπροσανατόλισε. Μάλιστα, η Κοινωνική και Πολιτική Ένωση των Γυναικών υπέστη μια απότομη μετάλλαξη: μετατράπηκε σε εθνικιστική οργάνωση, ενώ το έντυπο που εξέδιδε, η Σουφραζέτα, μετονομάστηκε σε Βρετανία, με υπότιτλο «Για το Βασιλιά, για την Πατρίδα, για την Ελευθερία». Η διεκδίκηση της ψήφου αναστάλθηκε, ενώ οι Πάνκχερστ επιδόθηκαν σε ασχολίες μάλλον αντιδραστικού χαρακτήρα.

Τελικά η πολυπόθητη ψήφος δόθηκε στις γυναίκες μέσα από άλλες διαδικασίες, τις οποίες θα δούμε σε ένα επόμενο άρθρο. Δεν ήταν όμως αρκετή για να εξαλειφθεί ο σεξισμός, όπως ονειρεύονταν οι σουφραζέτες. Παρ’ όλα αυτά οι αγώνες τους έχουν να μας διδάξουν πολύτιμα μαθήματα για το σήμερα. Μας δείχνουν ότι η συμμετοχή στις εκλογές, όσο σημαντική κι αν είναι, δεν αρκεί για να λυθούν τα προβλήματα της ανισότητας, της βίας και της κοινωνικής αδικίας. Οι ρίζες τους είναι πολύ βαθιές – αποτελούν δομικά στοιχεία ενός συστήματος που βασίζεται στην εκμετάλλευση και την καταπίεση. Η πάλη για την απελευθέρωση των γυναικών θα πρέπει να βασίζεται στην αμφισβήτηση ολόκληρου αυτού του συστήματος.

ΧΑΡΙΤΑ ΜΗΝΗ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ / HARITA MEENEE, AUTHOR


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Cliff, Tony, Class Struggle and Women’s Liberation, Bookmarks, London 1984

Δαράκη, Πέπη, Tο όραμα της ισοτιμίας της γυναίκας, Kαστανιώτη, Αθήνα 1995

Λώμη, Μαρίνα (επ.), «Έμελιν Πάνκχαρστ», Ψωμί και τριαντάφυλλα: Μικροί και μεγάλοι αγώνες της γυναίκας, Γλάρος, Αθήνα 1983, 135-150

Rendall, Jane, «Διεκδικώντας την ιδιότητα του πολίτη: Γυναίκες και δικαίωμα ψήφου στη Βρετανία, π. 1860-1890», Το φύλο των δικαιωμάτων: Εξουσία, γυναίκες και ιδιότητα του πολίτη, Πρακτικά ευρωπαϊκού συνεδρίου, Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών Διοτίμα, Νεφέλη, Αθήνα 1999, 73-89

Στεργίου, Αγγελική, Οδοιπορικό της γυναίκας, Θεσσαλονίκη 1982

Στεργίου, Αγγελική, Παραλλαγές στο ίδιο θέμα, Θεσσαλονίκη 1989

|> Χαρίτα Μήνη

Η συνεργασία της Χαρίτας Μήνη με το art-io έχει λήξει οριστικά και αμετάκλητα. Από το Καλοκαίρι του 2021.

Δείτε Επίσης

Μισώ τους αδιάφορους

Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος.

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται !!!