Μια σκόρπια, σαν τις αναμνήσεις της αγάπης, εκδρομή που έκαναν παρέα η μεγάλη Λίλυ και η μικρή Λίλυ. Ένας προβολέας στο μαγικό πλάσμα που υπήρξε η Λίλυ Παπαγιάννη.
Τις εβδομάδες που πέρασαν, φωτογραφίες της γέμισαν τον κόσμο, φώτισαν τα feeds, ξύπνησαν τις μνήμες τις δικές μου και τόσων άλλων. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του αφιερώματος στον σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλο, πρόβαλε την ταινία «Εκδρομή», με τον Άγγελο Αντωνόπουλο, τον Κώστα Καραγιώργη, και βέβαια εκείνη: τη θεία μου, τη νονά μου, τη Λίλυ.
Θυμήθηκαν ξανά οι θεατές τα μαγνητικά μάτια της, τη φωνή της, την αβίαστη αθωότητα, το πρόσωπό της, έναν καμβά συναισθημάτων γεμάτο διακυμάνσεις. Ποτέ άλλοτε δεν αφέθηκε σε ταινία όπως στην «Εκδρομή». Στις άλλες φαινόταν πάντα να έχει τον πλήρη έλεγχο. Υπάκουε τις προσταγές του παρουσιαστικού της – έλεγε πάντα πως είναι grande dame και προς τα εκεί προσανατολιζόταν και στους ρόλους της. Αν αυτή η περσόνα της βγήκε φυσικά ή αν την επέλεξε, δεν μπορώ να το πω. Ο μπαμπάς μου έλεγε πως ήταν πάντα εξαιρετικά σοβαρή, ακόμα και ως μικρό παιδί.
Έχουμε το ίδιο DNA και το ίδιο όνομα, και κάποια άλλα κοινά που δύσκολα εξηγούνται, του πνεύματος και της ψυχής. Με βάφτισε παρόλο που η σχέση μας ήταν δεδομένη – ήταν η αδελφή του μπαμπά μου και αγαπιόντουσαν βαθιά. Με «χάρισαν» κάπως σε εκείνη, μέσω του κοινού ονόματός μας, γιατί δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Υπήρχε κάποια αόριστη ιατρική εξήγηση. Πέρασε μια διατροφική διαταραχή στην εφηβεία, που τότε ούτε όνομα δεν είχε − ελλείψει γιατρειάς, την ξεπέρασε μόνη της, πάνω στο σανίδι, αλλά της άφησε «κουσούρι». Αστείο. Λιγότερο κουτσουρεμένο άνθρωπο δεν γνώρισα ποτέ.
Η Λίλυ αγαπούσε με πάθος τη ζωή της, τη ζωή με τον Ανδρέα, τις παραστάσεις, τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες, τη διαδικασία. Ήταν ένας άνθρωπος πειθαρχημένος – επέλεξε, δεν άφησε τα πράγματα απλά να της συμβούν. Άλλωστε, στη δεκαετία του ‘50, όταν αποφάσισε να πάει στη θεατρική σχολή του Κουν, πήρε φόρα και διέλυσε τοίχους για να το καταφέρει. Οι «θεατρίνες» τότε ήταν… αμφιβόλου υπόληψης και για καιρό πήγαινε κρυφά από τον πατέρα της – την κάλυπταν η γιαγιά μου και ο μπαμπάς μου. Τη μέρα που πέθανε ο δικός της μπαμπάς, ανέβηκε στη σκηνή με ραγισμένη καρδιά κι έπαιξε την ίδια παράσταση δύο φορές. Ούτε δάκρυ. Ούτε παράπονο.
Μία από τις πιο έντονες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας είναι αυτή. Μίζερα καλοκαίρια στην Ανάβυσσο με τη γιαγιά και τον παππού, με φωτεινά, γοητευτικά διαλείμματα. Όταν η Λίλυ και ο Ανδρέας παραθέριζαν (έτσι λέγαμε στα early ‘80s «κάνω διακοπές») στη Σαρωνίδα, πηγαίναμε τα βράδια θερινό σινεμά. Ένα βράδυ, ήμουν 8-9 ετών, πήγαμε να δούμε το θρυλικό «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» («From Here to Eternity», 1953, του Fred Zinnemann) με τον Burt Lancaster, την Deborah Kerr, τον Montgomery Clift και τον Sinatra.
Η ταινία είναι διάσημη για τη σκηνή του φιλιού στην παραλία, αλλά εμένα γράφτηκαν μέσα μου άλλα πράγματα. Τα μελαγχολικά μπλε μάτια του Frankie, που τον ήξερα γιατί ήταν ο αγαπημένος του μπαμπά μου. Ο θάνατος του Clift. Μου φαίνεται ότι αυτή η ταινία έσπασε και έχτισε κάτι μέσα μου ταυτόχρονα. Ήταν σαν να μαθαίνω μια νέα γλώσσα, η οποία υπερβαίνει αυτά που λέμε με λέξεις. Έχω συχνά αναρωτηθεί αν ασχολήθηκα επαγγελματικά με το σινεμά επειδή πέρασα τόσα βράδια στα θερινά της Σαρωνίδας. Εκείνη αυτό πίστευε ή της άρεσε να το πιστεύει. Ο κινηματογράφος ήταν πάντως ο κοινός μας τόπος.
Η Λίλυ δεν ήταν ούτε Καρέζη, ούτε Βουγιουκλάκη. Είχε τον κόσμο που την ακολουθούσε στο θέατρο, στον Κουν, στον θίασό της, στο ΚΘΒΕ, στο οποίο πέρασε χρόνια. Δεν ήταν ούτε τρομερά διάσημη, ούτε άγνωστη. Εκείνη, πάνω απ’ όλα, ένιωθε ηθοποιός. Με ταπεινότητα και φιλαρέσκεια μαζί. Με την πεποίθηση ότι υπάρχει εξ ορισμού ήθος στην ηθοποιία. Μ’ αυτόν τον αέρα που έχουν κάποιοι άνθρωποι σίγουροι για τη θέση τους στον κόσμο.
Όταν ερωτεύτηκε τον Ανδρέα Φιλιππίδη, δάσκαλό της στο Θέατρο Τέχνης, πολύ μεγαλύτερό της, πολύ παντρεμένο, αλλά τόσο σωστό για εκείνη, η θέση της στον κόσμο απέκτησε ακόμα πιο στιβαρές βάσεις. Ιστορίες άκουσα τόσες, μακάρι να θυμόμουν καλύτερα, από ταβέρνες θολές από καπνό και πρόβες και έρωτες και ζήλιες και τραγούδια. Τα βράδια με τη Μελίνα και τον Τζούλη, τα θρυλικά πάρτι της Ζωίτσας, τα ξενύχτια για να στηθούν παραστάσεις από το μηδέν. Ζωές μαγικές, όχι γιατί φαίνονται έτσι από νοσταλγία, αλλά γιατί έτσι τις βίωσαν εκείνοι που τις έζησαν.
Πώς κατέληξε η Λίλυ να παίζει στο «Δεσποινίς Διευθυντής» και στη «Χαρτοπαίχτρα»; Υπήρχε πάντα στις διηγήσεις της για τη δουλειά της μια έντονη γραμμή τραβηγμένη ανάμεσα στους θεατρικούς και τους κωμικούς ηθοποιούς των ελληνικών ταινιών της Φίνος. Ας πούμε ότι δεν υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση ανάμεσα στους εκπροσώπους της «σοβαρής» τέχνης και της «ελαφριάς» ψυχαγωγίας της εποχής. Σίγουρα υπήρχαν λόγοι πρακτικοί, οικονομικοί. Νομίζω πως κυρίως ήθελε να δοκιμάσει και κάτι άλλο, το οποίο τελικά δεν την ικανοποίησε ιδιαίτερα. Πάντως, η ατόφια ουσία της ήταν παρούσα σε κάθε ρόλο, ακόμα και σε αυτούς που αδίκησαν τις ικανότητές της.
Η κηδεία της ήταν συγκινητική και φριχτή. Είχε τηλεοπτικές κάμερες, τα πρόσωπα των ρεπόρτερ είχαν γκρίζο χρώμα. Είχε και «διασημότητες» που μίλησαν στον φακό και προσποιήθηκαν πως την ήξεραν, πως διαδραμάτιζαν κάποιον ρόλο στη ζωή της. Δεν θα της άρεσε καθόλου, άλλωστε έλεγε πάντα πως έφυγε από τον χώρο γιατί δεν υπήρχε πια ηθική και δεν υπήρχε πια Ανδρέας. Είχε κι άλλους όμως η κηδεία, εκείνους που την έμαθαν από τις ταινίες και το θέατρο και τους άγγιξε η φωτεινή της παρουσία. Είχε και φίλες και φίλους αληθινούς, της καρδιάς. Είχε κι εμένα, που ήμουν δική της, από τότε που ήμουν παιδί μέχρι που μεγάλωσα και πηγαίναμε για καφέ στη Φωκίωνος, και λέγαμε τα δικά μας, όπως κάναμε πάντα.
Μαζί τα συζητούσαμε όλα. Αυτά που δεν ήταν για τα αυτιά των γονιών στα δικά της ήταν αποδεκτά, ακόμα και συναρπαστικά. Δεν χρειαζόταν να είμαι καλό παιδί μαζί της. Τις ιστορίες των ανθρώπων τις έβλεπε σαν περιπέτειες της ύπαρξης, παθολογία του επαγγέλματος ίσως. Οι ηθοποιοί ρουφάνε και απορροφάνε τη ζωή, κρατώντας και μια παράξενη απόσταση, για να την ξεράσουν μετά όλη μαζί στη σκηνή ή μπροστά στην κάμερα. Οι δικές της ιστορίες ήταν πάντα υπέροχες, η αφήγηση εξαιρετική, λαμπερή. Κάποτε τη ρώτησα με απορία για τη βαθιά φιλία της με τη Δέσπω, την οποία ο Ανδρέας χώρισε όταν γνώρισε τη Λίλυ (ήταν ακαριαίος και κινηματογραφικός έρωτας αυτός).
Όχι απλώς φίλη, αδελφή, συνοδοιπόρος, κολλητάρι, κάθε μέρα στο τηλέφωνο, μια φορά την εβδομάδα από κοντά για δεκαετίες. Μου ήταν ακατανόητη αυτή η «πολιτισμένη» στάση. Οι αγάπες τελειώνουν και αρχίζουν, μου είπε, δεν υπάρχει τίποτα λογικό στην αγάπη, σε καμία αγάπη. Η αγάπη μου για τον Ανδρέα γέννησε την αγάπη μου για τη Δέσπω. Εκείνη κατάλαβε πόσο την αγάπησα και με αγάπησε κι αυτή. Ένα γαϊτανάκι από ιστορίες η ζωή, νονά.
Η λέξη θέατρο, έλεγε η Stella Adler, η σπουδαία του δασκάλα, έρχεται από τους Έλληνες. Σημαίνει το μέρος που θωρείς, που βλέπεις, το μέρος που πηγαίνεις για να δεις την αλήθεια. Η Λίλυ υποδύθηκε πολλούς ρόλους και έζησε μια ζωή ειλικρινή, ευγενή, ευθυτενή και γεμάτη από αυτά που πόθησε, αυτά που αγάπησε και αυτά που της χαρτογράφησε η ηθική της πυξίδα. Την αγάπησαν πολλοί, από κοντά και από μακριά. Όπως της έπρεπε.