Με τη φράση
«γέμισε ο κόσμος Νεκρούς ανθρώπους,
που ζουν περιμένοντας να πεθάνουν»
απευθύνθηκε στο λαό ο Πάπας.
Το πλήθος τρόμαξε
κι άρχισε να ψάχνει γύρω την καινούρια συμφορά.
Η κομψή κυρία με έδειξε ουρλιάζοντας και φτύνοντας σάλια.
“Να μια!!! Εδώ είναι “
“Πάρτε την… πάρτε την….”
Χέρια μ άρπαξαν και με πετάξαν στα πόδια του Πάπα.
Αυτός με χτύπησε τρεις φορές με το την Αγιασμένη ράβδο του στο μέτωπο
και απευθύνθηκε στο ποίμνιο.
“Ιδού η Νεκρή γυναίκα”
Ιδού η Αρρώστια”
Το πλήθος εξαγριωμένο
σπρώχνοντας και μουγκρίζοντας
ξεχειλώνοντας τα ρούχα του
άρχισε να με φτύνει
και να ζητά τον αποκεφαλισμό μου.
“Μίλα ” μου απευθύνθηκε ο Πάπας
“Ζήτα Έλεος κι ο Θεός μου θα στο δώσει
Μίλα Νεκρή τα αυτιά των ζωντανών περιμένουν την φωνή σου.
Μίλα!”
” Δεν φταίω” είπα.
“Απλώς το ξέχασα.
Ξέχασα τον τρόπο να Ψωνίζω.
Δεν ήταν κάτι που επεδίωξα
Κοιμήθηκα κι όταν ξύπνησα ο Τρόπος είχε χαθεί απ’ το μυαλό μου
Προσπάθησα να τον ξαναβρώ, αλήθεια..
στήθηκα μπροστά στα Πράγματα μα αυτά δεν μου μιλούσαν
Δεν φτάνουν οι γλυκιές φωνές τους στην ψυχή μου
Πέρασα ώρες μπροστά σε βιτρίνες… σε εμπορικά…
σε e-shop τα μάτια μου μάτωσαν απ’ το να τα κοιτάζω και να περιμένω το κάλεσμα….
μα τα χέρια μου κρέμονται άχρηστα δεν απλώνονται να αγοράσουν
Το κενό που άφησε είναι πληγή
και μου φέρνει πυρετό.
Με τρώει κάθε μέρα
Άρχισα να απολαμβάνω το ανούσιον το ανυπόστατον
την μουσική, τις πάπιες , το θρόισμα των φύλων
ξέρετε, αφήνουν έναν ανεπαίσθητο θόρυβο
οι άνθρωποι όταν κινούνται
ένα βελούδινο κουδούνισμα που….”
Ο όχλος με διέκοψε εξοργισμένος
“Πατέρα σώσε μας, αυτή μας αρρωσταίνει”
“Πάρε αυτή την κατάρα από μάτια μας”
Ο Πάπας τους καθησύχασε με μια κίνηση ψυχρά στοργική.
Με έδειξε κι άρχισα να μιλάω πάλι .
“Τολμώ να πω, πως νιώθω ευτυχισμένη.
Μια κενή ευτυχία έχει τρυπώσει μέσα στο στομάχι μου
που δεν ξέρω πως να διώξω
μέχρι που άρχισαν να με ικανοποιούν οι αφοδεύσεις μου
κι αλίμονο
κοιμάμαι μονοκόμματα τα βράδια.
Ωωωω σας παρακαλώ λυπηθείτε με
κατανοήστε το δράμα μου
δεν φταίω απλώς κοιμήθηκα, κι ο Τρόπος χάθηκε
Δεν Ξέρω να πως να Αγοράζω
Τα ψώνια δεν είναι καν ανάμνηση για μένα”
“Ω Αρρώστια”
μίλησε ο Πάπας αφήνοντας να του ξεφύγει ένα κιτρινισμένο δάκρυ”
“Ήρθες να εμπαίξεις τους πιστούς μου.
Ήρθες να τους μολύνεις με το κενό σου.
Ήρθες να αφήσεις τις κατάρες σου να τους καταβροχθίσουν τα δάχτυλα
Ήρθες να τους κάνεις Άλλους
Ήρθες να τους κάνεις Τίποτα”
“Ο Πάπας κλαίει με κίτρινα δάκρυα”
εκστασιάστηκε το πλήθος
“Στο Λάκκο” ακούστηκε η πρώτη ετυμηγορία
“Στο Λάκκο” δυνάμωσε η ποινή μου
Στο Λάκκο” συμφώνησε ο Πάπας
Στην άκρη του Λάκκου βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω.
Μου έσχισαν τα ρούχα κι έτσι γυμνή έμεινα να τους κοιτάζω.
Ο Πάπας μου μίλησε.
“Μίλα Νεκρή γυναίκα.
Τα αυτιά των ζωντανών θα ακούσουν το αντίο σου.”
Ειλικρινά έψαχνα κάθε σπιθαμή του μυαλού μου
να βρω λέξεις που θα φωσφόριζαν Σοφία
ή τουλάχιστον Μεταμέλεια.
Το στόμα μου όμως ούρλιαξε χωρίς να το προλάβω
“Ο Πάπας δεν πρέπει να τρώει μακαρόνια…
Τον κάνουνε δυσκοίλιο.”
30 δεύτερα κράτησε το σοκ του κόσμου.
30 δεύτερα δεν ακουγόταν ήχος.
30 δεύτερα επικράτησε μια ανακουφιστική σιωπή.
Μετά συνήλθαν και με εκκωφαντικό ενθουσιασμό
με πέταξαν στον Λάκκο.