Όπως έγραφε πρόσφατα ο Γάλλος ιστορικός Ζαν Λοπέζ*, τέσσερις εμφύλιοι σημάδεψαν την Ιστορία της Ευρώπης κατά τον 20ό αιώνα. Ο δικός μας, ο εμφύλιος πόλεμος του 1944 (1943, σύμφωνα με ορισμένους)-1949. Ο πλέον πρόσφατος, ο Γιουγκοσλαβικός του 1991-1995, για τον οποίο αρκετοί θα αμφισβητήσουν τον χαρακτηρισμό του εμφυλίου. Ο σημαντικότερος όσον αφορά τις συνέπειες για την παγκόσμια Ιστορία, ο Ρωσικός του 1918-1921. Κι αυτός που χαράχθηκε βαθύτερα στη συλλογική μνήμη και το φαντασιακό της Ευρώπης, ο Ισπανικός Εμφύλιος του 1936-1939.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος ξεχωρίζει λόγω της έντασής του, της χρήσης όλων των διαθέσιμων την εποχή εκείνη όπλων, την αγριότητά του, τον φανατισμό που διέκρινε τις αντιπαρατιθέμενες παρατάξεις, την εμπλοκή πολλών ευρωπαϊκών, κι όχι μόνο χωρών, είτε με τη μορφή επίσημης κρατικής παρέμβασης προς στήριξη ενός εκ των εμπολέμων (φασιστική Ιταλία και ναζιστική Γερμανία για τους εθνικιστές, κομμουνιστική ΕΣΣΔ για τους δημοκρατικούς) είτε της εθελοντικής συμμετοχής ιδιωτών και πολιτικών οργανώσεων. Από πολλές απόψεις, ήταν η γενική πρόβα για τη φριχτή παγκόσμια σύρραξη που θα ακολουθούσε.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος ξεχωρίζει, τέλος, επειδή αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για αρκετά σημαντικά λογοτεχνικά έργα και εν γένει έργα τέχνης: από το «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα» του Χέμινγουέυ και την «Ελπίδα» του Μαλρώ ως τα «Μεγάλα Νεκροταφεία κάτω απ’ το Φεγγάρι» του Μπερνανός και τον «Φόρο Τιμής στην Καταλωνία» του Όργουελλ, χωρίς να ξεχνούμε την «Γκερνίκα» του Πικάσσο ή τις φωτογραφίες του Ρόμπερτ Κάπα και της Γκέρντα Τάρο.
Στις 17 Ιουλίου 1936, εκδηλώνεται στο Ισπανικό Μαρόκο το πραξικόπημα των στρατηγών Σανχούρχο, Φράνκο, Μόλα, Κέιπο δε Γιάνο κι άλλων κατά της νεοπαγούς Ισπανικής Δημοκρατίας. Την επομένη εξαπλώνεται στο έδαφος της μητροπολιτικής Ισπανίας.
Κατά κανόνα, η επιτυχία ή η αποτυχία ενός πραξικοπήματος είναι υπόθεση ωρών ή έστω λίγων ημερών, Στην περίπτωση της Ισπανίας το πραξικόπημα θα εξελιχθεί σε έναν εμφύλιο που επρόκειτο να κρατήσει σχεδόν τρία χρόνια. Η αδυναμία των δύο πλευρών να καταγάγουν μια γρήγορη νίκη, η συμβολή του εξωτερικού παράγοντα, η σχεδόν απίστευτη ικανότητα της Δημοκρατίας να αντισταθεί μέχρι το τέλος ενάντια σε έναν υπέρτερο στρατιωτικά αντίπαλο και η τακτική του ίδιου του Φράνκο (που από την ταχεία επικράτηση προτιμούσε τη συστηματική εκκαθάριση των εδαφών από τα εχθρικά για αυτόν «αντεθνικά» στοιχεία) ήταν μερικοί από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτή.
Στρατιωτικά αδύναμη, υποχρεωμένη να συγκροτήσει στράτευμα σχεδόν από το μηδέν, αποτελούμενη από εντελώς ανομοιογενή πολιτικά υλικά, σπαρασσόμενη από εσωτερικές έριδες, η Δημοκρατία είχε μία ουσιαστική ελπίδα για την τελική επικράτηση: την προσθήκη στη σοβιετική βοήθεια κι εκείνης των μεγάλων δημοκρατιών της Δύσης. Η Γαλλία, όμως, στην οποία κυβερνούσε το 1936 το Λαϊκό Μέτωπο του Λεόν Μπλουμ, υπήρξε τραγικά διστακτική. Έπειτα παρασύρθηκε με ευκολία από τις απόψεις της Βρετανίας. Μιας Βρετανίας που κράτησε στάση τυπικής ουδετερότητας η οποία, στην ουσία, ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή για τον «σταυροφόρο που ήρθε από το Μαρόκο», τον Φρανθίσκο Φράνκο.
* Guerres & Histoire, τεύχος αριθ. 31, Ιούνιος 2016, σελ. 3 και 32-51.
https://www.facebook.com/petros.papakalos.1/posts/1270054893026379