Αν ισχύει η πιπίλα ότι «οι γονείς μας έκαναν ό,τι μπορούσαν», τότε ας ισχύει αμφίδρομα: κι εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε. Μέσα σ’ αυτό το «μπορώ», πόσο δίκαιο είναι να απαιτούμε από τον εαυτό μας να ξεπεράσει τον πόνο και τον θυμό λες και δίνουμε εξετάσεις καλής διαγωγής;
Η μητέρα μου έχει πεθάνει. Βρίσκομαι στην κουζίνα των εφηβικών μου χρόνων και βράζω από οργή. Αρπάζω πιάτα, ποτήρια, κανάτες και τα εκσφενδονίζω με μανία, αλλά δεν σπάνε. Όση δύναμη και να βάλω, δεν σπάνε με τίποτα – αναπηδούν και δεν παθαίνουν τίποτα. Μια φριχτή αίσθηση ματαίωσης με πνίγει. Κι ύστερα μου λέω «δεν έχω πια μαμά» και λύνομαι σε λυγμούς.
του Λύο Καλοβυρνά
Αυτό το όνειρο, και τα έντονα συναισθήματα που προκάλεσε, με έβαλαν σε σκέψεις, όχι μόνο σε σχέση με τον πιθανό θάνατο της δικής μου μητέρας αλλά και με το πώς έχουν βιώσει ή φοβούνται ότι θα βιώσουν το θάνατο των γονιών τους πολλοί από τους συμβουλευόμενούς μου. «Και μόνο η ιδέα ότι κάποια στιγμή η μαμά μου / ο μπαμπάς μου θα πεθάνει με διαλύει» είναι μια φράση που ακούω συχνά σε ομάδες ή ατομικές συνεδρίες.
Αρκετά συχνά, επίσης, ακούω την επιθυμία πολλών να γλυτώσουν επιτέλους από τους γονείς τους και τα δύσκολα συναισθήματα που τους προκαλούν. Δεν εύχονται να πεθάνουν οι γονείς τους, αλλά να πάψουν να τους υπομένουν. Δυστυχώς, ακόμα και να πεθάνουν οι γονείς δεν σημαίνει πάντα ότι τα παιδιά γλυτώνουν από αυτούς, καθώς η προβληματική σχέση συχνά συνεχίζεται και μετά τον θάνατο.
Τι είναι αυτό που μας προξενεί τόσο έντονα και αντιφατικά συναισθήματα όσον αφορά τους γονείς μας; Κάποιοι άνθρωποι στη ζωή μας κατέχουν μεγάλη «συναισθηματική μάζα» και επιδρούν πάνω μας σαν πανίσχυρο βαρυτικό πεδίο – κάτι που ο φιλόσοφος Robert Nozick ονομάζει «ηθική βαρύτητα». Οι γονείς μας ασκούν τέτοιο δυνατό βαρυτικό πεδίο στη ζωή μας, όχι πάντα σαν πραγματικοί άνθρωποι αλλά, συχνά κυρίως, συμβολικά. Η παρουσία τους στη ζωή επηρεάζει τη δική μας τροχιά με τρόπο αναπόφευκτο.
Για τις περισσότερες από εμάς είναι πολύ δύσκολο να ανακαλέσουμε την αίσθηση του πώς ήταν να είμαστε παιδιά, απολύτως εξαρτημένα από το βλέμμα της μαμάς και του μπαμπά (ίσως και μόνο η ιδέα να προκαλεί ρίγη σε κάποιους). Οι γονείς μας σ’ εκείνη την ηλικία δεν ήταν απλά γονείς, ήταν η ζωή μας όλη. Αν έφευγαν, πεθαίναμε. Υπήρχαμε μόνο στον βαθμό που εισπράτταμε το συνεχές βλέμμα τους πάνω μας. Ακόμα κι ένα επικριτικό βλέμμα από τη μαμά και τον μπαμπά ήταν καλύτερο από το να είμαστε αόρατοι – τουλάχιστον μέχρι κάποια ηλικία. Τα παιδιά χρειάζονται την προσοχή των γονιών τους πάση θυσία, ακόμα και την αρνητική προσοχή. «Έκανα ζημιές επίτηδες, γιατί τότε η μαμά μου με έδερνε και ασχολιόταν μαζί μου έστω λίγο» θυμάμαι μια συμβουλευόμενη να εκμυστηρεύεται.
Δυσκολευόμαστε ως ενήλικες να διανοηθούμε ότι οι γονείς μας κάποτε είχαν τόση ανεξέλεγκτη δύναμη πάνω μας. Η συναισθηματική μας εξάρτηση από εκείνους ήταν απόλυτη· τους είχαμε μεγαλύτερη ανάγκη από το φαΐ ή το νερό, όπως έχουν δείξει τα πειράματα του John Bowlby για τη σπουδαιότητα του συναισθηματικού δεσμού.
Αν στα παιδικά μας χρόνια οι γονείς μας απουσίαζαν συναισθηματικά, για οποιονδήποτε λόγο, σοβαρό ή αδικαιολόγητο, εμείς παθαίναμε μεγάλη βλάβη. Η έκταση και η έντασή της ποικίλει ανάλογα με το ποιοι άλλοι άνθρωποι στη ζωή μας ενδεχομένως αντιστάθμισαν αυτή τη σοβαρότατη, ζωτική έλλειψη – ένας άλλος γονιός, παππούς, θεία κτλ.
Όταν λέω «απουσίαζαν συναισθηματικά» δεν εννοώ απαραίτητα ότι έλειπαν από το σπίτι. Αντιθέτως, μπορεί να είναι υπερβολικά παρόντες, η παρουσία τους στη ζωή μας να ήταν αποπνιχτική, να μας συνέθλιβαν κάτω από τόνους φροντίδας ή αυτού που εύκολα αποκαλούμε «αγάπη».
Τι είναι όμως αγάπη;
Οι περισσότεροι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους. Όμως αυτό δεν αρκεί. Δεν είναι η αγάπη αυτό που θρέφει τα παιδιά, ούτε η έλλειψή της που τα βλάπτει. Είναι το πώς αυτή η αφηρημένη έννοια της αγάπης εφαρμόζεται στην πράξη.
Αυτό που χρειάζεται ένα παιδί είναι ενδιαφέρον, ενασχόληση και σεβασμό – όχι φυσικά ικανοποίηση κάθε ανάγκης και καπρίτσιου, αλλά σεβασμό της προσωπικότητάς του, που σιγά σιγά διαμορφώνεται. Την αγάπη, με λίγα λόγια, στην πράξη την εισπράττουμε ως ενδιαφέρον, αποδοχή και σεβασμό. Αντιθέτως, η έλλειψη αυτών των στοιχείων μας τραυματίζει βαθιά. Όταν οι γονείς μας μάς αντικειμενοποιούν, «δηλαδή μας φέρονται σαν να είμαστε ένα πράγμα, προκαλούν βαθύτατη, τραυματική ντροπή: τύφλωση της ψυχής, θάνατο της ψυχής», εξηγεί ο ψυχίατρος Frank Broucek.
Δεν αμφισβητώ την αγάπη των περισσότερων γονιών για τα παιδιά τους, αλλά το πώς αυτή η αγάπη έπαιρνε σάρκα και οστά κάθε μέρα. Πολλές από μας είχαμε γονείς που ναι μεν μας αγαπούσαν, όμως η αγάπη τους ήταν βλαβερή γιατί εισπράτταμε συναισθηματική αδιαφορία ή δεν έστρεφαν ένα βλέμμα αναγνώρισης και αποδοχής. Το αν δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο για το παιδί. Μάλιστα, αυτό το διπλό μήνυμα από τους γονείς «σε αγαπώ» αλλά «δεν έχω χρόνο / δεν ενδιαφέρομαι ν’ ασχοληθώ μαζί σου / σε επικρίνω συνεχώς» συχνά γεννά μια οδυνηρή εσωτερική πάλη.
Μεγαλώνοντας μαζέψαμε πόνο αλλά και πολύ θυμό με τους γονείς μας, ένα εκρηκτικό και ασταθές μείγμα συναισθημάτων, το οποίο δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να θυμώνουμε με τους γονείς μας και να παραμείνουμε θυμωμένοι. Αμέσως τρέχουμε να τους δικαιολογήσουμε. Την επόμενη στιγμή, εξοργιζόμαστε και πάλι με κάτι που (δεν) έκαναν ή (δεν) είπαν. Κι έτσι εγκλωβιζόμαστε σε αυτή τη συναισθηματική διελκυστίνδα, μέχρι να γίνουμε κομμάτια από τις ενοχές.
Σε πολλούς ανθρώπους είναι οικείο το παρακάτω συναισθηματικό μπρος-πίσω: «Πώς μπορεί να είναι τόσο αναίσθητη η μάνα μου;» «Μπα, μια χαρά ήταν η μάνα μου, εγώ είμαι υπερβολικός/αχάριστη/προβληματικός». «Ο πατέρας μου είναι εγκληματικά εγωιστής!» «Τι άλλο πια ζητάω απ’ τον πατέρα μου; Έκανε ό,τι μπορούσε, με όσα τράβηξε κι αυτός». Η πηγαία αλήθεια του πόνου μας ουρλιάζει να ακουστεί και με την ίδια ανάσα σπεύδουμε να τους δικαιολογήσουμε, σαν να διαπράττουμε έγκλημα επειδή τους θυμώσαμε.
Κι έτσι είναι. Το παιδί μέσα μας δεν μπορεί ν’ αντέξει στην ιδέα ότι ο γονιός του τού κάνει κακό. Δεν χωράει στον νου μας ότι ο άνθρωπος που υποτίθεται μας αγαπά όσο κανείς άλλος στη ζωή μπορεί να μας βλάπτει. Άρα δεν μας βλάπτει, εμείς φταίμε που το βλέπουμε έτσι. Κι έτσι απωθούμε την αλήθεια του βιώματός μας, ακόμα κι αν αυτή η απώθηση μας αρρωσταίνει. Όπως έγραψε ο Μαρσέλ Προυστ στη μητέρα του: «Προτιμώ να έχω αυτές τις κρίσεις, αλλά να σε ευχαριστώ, παρά να μην τις έχω και να σε δυσαρεστώ».
Υπάρχει λύση; Αν με το «λύση» εννοούμε να διευθετήσουμε τη σχέση μας με τους γονείς μας ώστε να πάψουν να μας κάνουν κακό στο τώρα, ναι, αυτό είναι εφικτό, όχι εύκολο, αλλά εφικτό. Αν, όμως, ως λύση εννοούμε το να μην αισθανόμαστε αυτή την παιδική ανάγκη για αποδοχή και τον αντίστοιχο αναπόφευκτο θυμό που δεν τη λάβαμε, τότε θεωρώ ότι είναι ανέφικτο. Στην ουσία, είναι σαν να ευχόμαστε να είχαμε άλλους γονείς.
Λύση, ωστόσο, υπάρχει, μόνο που έχει διαφορετική μορφή: να αποδεχτούμε αυτή την απολύτως ανθρώπινη ανάγκη για αποδοχή και σεβασμό, να αποδεχτούμε και τον πόνο και τον θυμό μας που τα στερηθήκαμε. Να πάψουμε να προσπαθούμε να την ξεπεράσουμε, σαν να είναι ελάττωμα ή παιδικό καπρίτσιο. «Κανείς δεν μπορεί ούτε να εξαλείψει ούτε να νικήσει το παρελθόν όσο αρνείται τον πόνο που του είχε προκαλέσει κάποτε. Αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι σε ψυχαναγκαστική επανάληψη», όπως επισημαίνει η ψυχολόγος Άλις Μίλλερ.
Και τότε, όταν κάνουμε χώρο για τον δικό μας πόνο και τα αντιφατικά μας συναισθήματα, θα μας περισσέψει γνήσια καλή προαίρεση και για τους γονείς μας και τα όσα μας έκαναν − αρκεί, βέβαια, να μην εξακολουθούν να μας βλάπτουν. Τότε, μόνο, μπορεί να υπάρξει συγχώρεση.
Πρέπει να συγχωρήσω;
Η συγχώρεση συχνά παρουσιάζεται σαν πανάκεια. Με περίσσια ευκολία απαιτούν: «Συγχώρεσε τον πατέρα σου για να προχωρήσεις», «Σε αδίκησε τότε η μάνα σου, πάει, πέρασε, ξεπέρασέ το, συγχώρεσέ τη για να λυτρωθείς». Λες και παραμένουμε κολλημένοι στον πόνο μας από εγωισμό ή αυτοκαταστροφικές τάσεις.
Τι σημαίνει, όμως, συγχώρεση; Να αρθρώσω ένα επιπόλαιο «πάει, πέρασε», με την απλουστευτική δικαιολογία ότι ο βλαβερός γονιός μου έκανε ό,τι μπορούσε; Αυτό δεν είναι συγχώρεση, είναι άρνηση της αλήθειας. Συγχώρεση σημαίνει ακριβώς αυτό: να συν-χωρέσουμε, δηλαδή δίπλα στην κατανόηση για την πορεία του γονιού να χωρέσει και το δικό μας βίωμα, η δική μας αλήθεια. Η οποία μπορεί να μην αρέσει ούτε καν σ’ εμάς, γιατί πονάει φριχτά.
Η συγχώρεση προϋποθέτει δικαιοσύνη. Όχι απαραίτητα αποκατάσταση της αδικίας –συχνά αυτό είναι αδύνατο− αλλά αναγνώριση της αδικίας. Όχι δίκη για τιμωρία των ενόχων, αλλά μια προσπάθεια συμφιλίωσης. Μετά την κατάργηση του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική, συστήθηκε η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης, στην οποία τα θύματα βίας μπορούσαν να μιλήσουν για τις φρίκες που υπέστησαν, αλλά και οι θύτες να καταθέσουν τη δική τους εμπειρία, ζητώντας αμνηστία. Όλοι μας χρειαζόμαστε τέτοιες επιτροπές αλήθειας, όχι απαραίτητα με ενώπιος ενωπίω με τους γονείς μας, αλλά ενωπίω καλοπροαίρετων μαρτύρων, που θα αναγνωρίσουν την αλήθεια μας.
Αν ισχύει αυτή η πιπίλα ότι «οι γονείς μας έκαναν ό,τι μπορούσαν», τότε πρέπει να ισχύει αμφίδρομα: κι εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε. Μέσα σ’ αυτό το «μπορώ», πόσο δίκαιο είναι να απαιτούμε από τον εαυτό μας να ξεπεράσει τον πόνο και τον θυμό επειδή «πρέπει», λες και δίνουμε εξετάσεις καλής διαγωγής; Πόσες φορές ακόμη θα παίξουμε τον ρόλο του «καλού παιδιού»;
Πολλοί άνθρωποι φοβούνται πώς θα νιώσουν όταν χάσουν τη μαμά τους ή τον μπαμπά τους: Θα γεμίσω ενοχές; Θα ανακουφιστώ; Θα διαλυθώ από τη στενοχώρια; Όλα μαζί; Πολλές φορές, δεν είναι ο συγκεκριμένος άνθρωπος που χάνουμε γιατί ποτέ δεν τον είχαμε έτσι κι αλλιώς – τουλάχιστον, όχι όπως τον είχαμε ανάγκη. Είναι η ιδέα του γονιού που χάνουμε, τον γονιό που θα θέλαμε να είχαμε.
Το να μην έχω πια μαμά δεν αφορά απαραίτητα την υπαρκτή μαμά μας, αλλά την ιδέα της μαμάς, το τι σημαίνει να έχω μαμά. Κάποιοι άνθρωποι ορφάνεψαν από γονείς πολύ πριν πεθάνουν οι γονείς τους. Παρ’ όλ’ αυτά, ο πραγματικός θάνατος ενός γονιού μας συνταράσσει, επειδή αλλάζει το βαρυτικό πεδίο που ασκεί πάνω μας – είτε φεύγει από τη ζωή μας ένας ζεστός ήλιος είτε μια μαύρη τρύπα.