Ο Δημοσιογράφος – Συγγραφέας Cemil Turan Bazidi αναδημοσιεύει το άρθρο της Πόλυ Κρημνιώτη: Το ματωμένο ταξίδι των προσφύγων… (Η ΑΥΓΗ, 21.10.2015), με αφορμή το γεγονός της κυκλοφορίας του καινούργιου του βιβλίου “Αζάντ με λένε” (εκδ. Σιδέρης), στον προσωπικό του ιστότοπο.
«Όχι, δεν είμαι χαρούμενος. Το Σάββατο στο μακελειό της Άγκυρας έχασα δύο συγγενείς μου» μας λέει ο Τζεμίλ Τουράν προσγειώνοντάς μας στην πραγματικότητα. Το γεγονός της κυκλοφορίας του καινούργιου του βιβλίου «Αζάντ με λένε» (εκδ. Σιδέρης) είχε μπει πια σε δεύτερη μοίρα. «Αυτός ο πόνος είναι δύσκολο να εκφραστεί με λέξεις» μας λέει εξηγώντας ότι δεν αφορά μόνο τις δύο ανιψιές του, την 25χρονη Ντιτζιλέ, υποψήφια βουλευτή με το φιλοκουρδικό κόμμα στις προηγούμενες εκλογές, και την 27χρονη δασκάλα Σιρίν. «Είναι μεγάλος ο πόνος και για τους 97 νεκρούς στην Άγκυρα». «Οι συνθήκες στην πατρίδα μου τώρα, δυστυχώς, είναι άσχημες. Ο κουρδικός λαός βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πυρά, του ISIS και του Ερντογάν. Έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα, με περισσότερους από δύο εκατομμύρια Κούρδους να έχουν πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς».
Τον ίδιο δρόμο είχε πάρει κι εκείνος 31 χρόνια πριν. Εγκατέλειψε την πατρίδα του το 1984. Μόλις είχε αποδράσει από τη φυλακή, κρατούμενος της χούντας του Εβρέν. Με βάρκα έφτασε στο Καστελόριζο, όπου μαζί με τους δύο ακόμα συντρόφους του, τον περιέθαλψε η Κυρά της Ρω. Από ‘κει ο δρόμος για την Αθήνα ήταν πιο εύκολος και το πολιτικό άσυλο δόθηκε αμέσως. Την περιπέτειά του κατέγραψε το 2008 στο μυθιστόρημά του «Τα παιδιά του Αραράτ». Είχε προηγηθεί «Το ματωμένο χιονολούλουδο», όπου κατέγραψε την πορεία του κουρδικού λαού μέσα από τις ιστορίες του παππού, που, όπως λέει, «δεν είναι πάντα παραμύια». Ακολούθησαν «Τα μάτια του λύκου» και «Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα» και στη συνέχεια το «Εκεί που ο θεός κοιμόταν». Η μυθοπλασία του αντλεί από πραγματικά γεγονότα, συνυφασμένα όλα με την ιστορία του Κουρδιστάν και τις περιπέτειες του κουρδικού λαού.
Στο έκτο πλέον μυθιστόρημά του, «Αζάντ με λένε», ο 13χρονος πρόσφυγας ήρωάς του αφηγείται την περιπέτεια του προσφυγικού ταξιδιού από το Κουρδιστάν ώς τη Γαλλία. Η πορεία του ίδιου και της οικογένειάς του ξεκινά από τον Έβρο. «Και μια ανάσα πριν το ‘απέναντι’, ένα ποτάμι πριν φτάσουν στη γη της φιλίας, χάθηκαν όλα. Κι έμεινε μόνος του, αμούστακο παιδί, να πρέπει να αποφασίζει, να ακολουθεί, να αρνείται, να επιδιώκει, να αντιστέκεται, να γλιτώνει, να βρίσκει και να χάνει…». Μετά από εφτά χρόνια, νεαρός άντρας πια, ο Αζάντ θα συναντήσει τους γονείς του στο Παρίσι, τη δική τους Γη της Επαγγελίας.
«Το βιβλίο το έγραψα πριν από περίπου 10 χρόνια, δεν φανταζόμουν ότι θα κυκλοφορήσει την ώρα που διαδραματίζεται το προσφυγικό δράμα σε όλη την Ευρώπη. Δυστυχώς, αν δεν τελειώσει ο πόλεμος στη Συρία, το Ιράκ και το Κουρδιστάν και βεβαίως σε πολλές ακόμα περιοχές του κόσμου, το δράμα των προσφύγων και των μεταναστών θα είναι πάντα επίκαιρο» λέει. «Αυτό το ματωμένο ταξίδι των προσφύγων δείχνω μέσα από το βιβλίο μου. Κανείς δεν αφήνει την πατρίδα του με τη θέλησή του. Όπως λέει ο ήρωάς μου ο Αζάντ, ‘στο Ιράκ δεν είχαν ζωή. Ζούσαν με τη βεβαιότητα του θανάτου’. Αυτή η βεβαιότητα βγάζει τους ανθρώπους στην περιπέτεια της φυγής. Κι εκεί ακόμα τους παραμονεύει ο θάνατος».
Δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο Τζεμίλ Τουράν γράφει μόνο για το Κουρδιστάν. «Θεωρώ χρέος μου να γνωστοποιήσω την ιστορία, τον πολιτισμό, το δράμα και τον αγώνα του λαού μου. Το δικό μου όπλο είναι η γλώσσα και η μνήμη». Ο Τζεμίλ γράφει τα βιβλία του στις γλώσσες των δύο πατρίδων του, κουρδικά και ελληνικά. «Ό,τι αγάπησα πάνω κι από τη ζωή μου: την πατρίδα μου» λέει και ονειρεύεται πάντα να επιστρέψει στη χώρα του, μια ελεύθερη χώρα. «Τριάντα χρόνια νοσταλγίας είναι βαριά, πολύ βαριά».
Πηγή: www.cemilturan.gr