Πάντοτε σε περιπτώσεις ανάλογες με τη σημερινή, όπου επικρατούσε η απογοήτευση, η απόγνωση, και θλίψη στην Ελλάδα, ο λαός μας περίμενε από τους “διανοούμενους”, να υψώσουν το ανάστημά τους, να σηκώσουν το βλέμμα, να “ουρλιάξουν. Κάποιοι το έκαναν αυτό. Μεταξύ άλλων ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης όταν δολοφονούνταν οι Έλληνες το 1921 στην Αμάσεια του Πόντου, το φώναξε με την ιδιαίτερη φωνή και πένα του ο Κωστής Παλαμάς το 1940 δίνοντας το έναυσμα της αντίστασης που χαρακτηρίζει εδώ και αιώνες τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, το ίδιο έκανε τρεις δεκαετίες σχεδόν αργότερα ο Γιώργος Σεφέρης.
Τότε που δεν σιώπησε για να γίνει αρεστός, τότε που “δεν μίλησε χωρίς να λέει τίποτα”, τότε που δεν επανέλαβε πληκτικά τις περιορισμένες λέξεις που χρησιμοποιούνται στον πολιτικό και τον πνευματικό λόγο. Αντιθέτως, γνωρίζοντας το βάρος της πνευματικής του παρουσίας, ξέροντας ότι ο λαός περιμένει από αυτόν και τον κάθε αληθινό διανοούμενο να μιλήσει, έπραξε αυτό που του υπαγόρευε η συνείδησή του, το καθήκον του και το χρέος του έναντι της πατρίδας, του τόπου, όπως έγραφε. Και βεβαίως δεν σκέφτηκε το τι θα απωλέσει σε προσωπικό επίπεδο, ούτε εάν θα πάψει να είναι αρεστός, λέγοντας ανάμεσα στα άλλα:
«….μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας……Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. ….. η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος».
Και καταληκτικά, ο Σεφέρης όπως ο κάθε πραγματικός διανοούμενος (οφείλει να) λέει και πράττει τα παρακάτω σημείωνε τα εξής:
«Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή».
Δυστυχώς στις μέρες μας που βαδίζουν πιστά πάνω στο δρόμο που χάραξε η βαθιά παρακμή που ζούμε, σε πλήρη αντίθεση με τα παραπάνω παραδείγματα όπου οι διανοούμενοι δεν σιώπησαν αλλά μπήκαν μπροστά στον αγώνα των Ελλήνων και των Ελληνίδων, με την πένα, το λόγο και την πράξη τους, διαπιστώνουμε με μεγάλη λύπη, τη σημερινή σιωπή τους.
Μοιραίοι και άβουλοι, που έγραφε ο Βάρναλης, που αφού δεν ντράπηκαν για τα ψέματα που είπαν, ντράπηκαν για λογαριασμό τους τα ψέματα, όπως σημειώνει ο Μενέλαος Λουντέμης.
Η πνευματική χρεοκοπία προϋπήρξε και συμβαδίζει πλέον και με την οικονομική, ακολουθώντας τον παρακμιακό κατήφορο που δεν έχει τέλος.
Βασικοί υπεύθυνοι, μαζί με τους ενόχους του πολιτικού προσωπικού, για τα “ ελώδη στεκάμενα νερά» είναι οι διανοούμενοι και η σιωπή τους.
Καλώς ή κακώς αυτοί θα μπορούσαν να δώσουν το έναυσμα της αντίδρασης και του ξεσηκωμού.
Μα όπως όλα σήμερα έχουν αλλοτριωθεί, έτσι και η διανόηση δεν έχει πια τη λάμψη άλλων εποχών.
Εξαντλείται και χάνεται μέσα στην διαδικτυακή, άφωνη πολυλογία.
Πολλά πρέπει να αλλάξουμε στον τρόπο που θεωρούμε ότι αντιστεκόμαστε. Αυτός είναι ο ασφαλής τρόπος αντίστασης για το σύστημα. Δεν τον φοβάται. Εκείνο τον δημιούργησε. Ο τόσος βομβαρδισμός καθημερινά από φωνές που δεν έχουν να πουν τίποτα έχει οδηγήσει τα πράγματα σε μια βαθιά ύπνωση. Η αληθινή αντίσταση μπορεί να περιμένει.
Οι σοφοί της εποχής δείχνουν ανίκανοι ν’ αντιδράσουν… ή μήπως δεν υπάρχουν πια σοφοί αλλά ξερόλες ανίκανοι να δέσουν με επιτυχία τα κορδόνια των παπουτσιών τους. Ή μήπως έχει πια εκλείψει η αληθινή διανόηση που σκορπούσε φως.
Μήπως όλοι αυτοί οι ψευτοδιανοητές που τριγυρίζουν στα κανάλια και γράφουν στο διαδίκτυο, είναι απλές καρικατούρες, εικόνες που έπλασε το κεφάλι μας για να στηρίξει κάπου τις πνευματικές του ανησυχίες πέφτοντας στην παγίδα άγνοιας και της αμέλειας.
Όπως κι αν έχει το πράγμα είναι βέβαιο, πως όσο οι όποιες φωνές διανόησης και αντίστασης περιορίζονται στο να ακούγονται μόνο μέσα από το συγκεκριμένο μέσο που χωρίς να το έχουμε καταλάβει μας έχει επιβάλλει το σύστημα ως μοναδικό πλέον μέσο ανταλλαγής σκέψεων, πληροφόρησης, ιδεών, αλλά και ως μοναδικό πλέον πεδίο σύγκρουσης με το ίδιο το σύστημα που δημιούργησε αυτό το πεδίο, ως μοναδικό πεδίο αντιπαράθεσης, και αντίστασης.
Στο πεδίο πλέον αυτό (διαδίκτυο), έχουν όλοι πρόσβαση. Αποτέλεσμα να αυτοπροσδιορίζονται, και να προβάλλουν και στους υπόλοιπους χρήστες της ψεύτικη αλλά πειστική αυτή εικόνα της διανόησης.
Αγνοούν οι δυστυχείς πως η αληθινή διανόηση έχει περάσει από σαράντα κύματα, έχει διαβεί πολλές ατραπούς, έχει παλέψει με τα θεριά, για να φτάσει στην πύλη απ’ όπου θα μοιραστεί το αιώνιο φως της.
Έτσι αναγνωρίζονται όλοι με μεγάλη ευκολία ως (ψευδο)διανοούμενοι, που δυστυχώς δεν μπορούν να σταθούν σε κανένα ύψος. ίσως μόνο αιωρηθούν λίγο.
Κάπως έτσι εξηγείται η αδυναμία εμφάνισης δυνατών φωνών, τρισμέγιστων αναστημάτων που θα μπορούσαν πράγματι να σύρουν “το χορό”.
Αχταρμάς όλα, μπερδεμένα όλα στο τεράστιο καζάνι που σιγοβράζει για χρόνια η παρακμή. Κι όσο σιγοβράζει φαίνεται πως γίνεται πιο νόστιμη, για να ΄ναι και πιο δελεαστική.
Δύσκολα κανείς μπορεί πια να διακρίνει την καθαρότητα της σκέψης και του λόγου, δύσκολα να διακρίνει αυτό το μοναδικό φως που από κάποιους πηγάζει αγόγγυστα, μα χάνεται και σκορπιέται “άμα τη εμφανίσει”, στα σκοτάδια, στις λάσπες, στους βρώμικους ανέμους που ταλανίζουν το μυαλό και την ψυχή μας, και μας οδηγεί προς μια και μόνη κατεύθυνση… προς το γκρεμό.
Απαισιόδοξα όλα αυτά μα είναι εδώ μπροστά στα μάτια μας.
Δεν μπορούμε πια να μένουμε αμέτοχοι και απαθείς.
Ας αλλάξουμε όχημα όσο είναι καιρός.
Τούτο που έχουμε καβαλημένο δεν οδηγεί πουθενά.