Στο σημαντικότατο βιβλίο του «Έθνος, εθνισμός, εθνοκράτος, εθνικισμός» (1996, 2006), ο γράφων περιέγραψε την άβυσσο η οποία χωρίζει τον αυθεντικό (προχριστιανικό) ορισμό του έθνους από τους ψευδείς ορισμούς που, εδώ και ενάμιση αιώνα, έχουν δώσει τα γνωστά δύο ρεύματα της Νεωτερικότητας που ακούνε στους όρους «εθνικισμός» και «διεθνισμός». Γνωρίζοντας άλλωστε ότι υπάρχει διαφορά στους ορισμούς, ο Γερμανός ιστορικός Μάϊνεκε (Friedrich Meinecke) προχώρησε το 1907 («Weltbürgertum und Nationalstaat. Studien zur Genesis das deutschen Nationalstaats») σε διάκριση ανάμεσα στο λεγόμενο «πολιτισμικό» έθνος («Kulturnation») και το λεγόμενο «κρατικό» («Staatsnation»). Το πρώτο, που περιλαμβάνει και το αυθεντικό αρχαίο έθνος, είναι συμπαγής οργανική συλλογικότητα με ισχυρό και ιστορικό αίσθημα εθνικής ενότητας, διαμορφωμένη από τις δυνάμεις του τόπου και της Ιστορίας, ενώ το δεύτερο έχει διαμορφωθεί μόνον από μία πολιτική επιλογή.
Από την εμφάνιση του επεκτατικού μονοθεϊσμού που λέγεται Χριστιανισμός, οι εχθροί του έθνους, υπό την αυθεντική του έννοια, δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν και να δρουν. Είναι εκείνοι που, επί αιώνες, έθαψαν όλα τα έθνη κάτω από βαριές ταφόπλακες που έφεραν τον Σταυρό ή την Ημισέληνο και εκείνοι που, συσπειρωμένοι γύρω από τον μονάρχη και τον Χριστό, έφτασαν να αποκαλούν «ανύπαρκτο» το έθνος όταν το επανέφεραν (ως την ανώτατη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος) οι Γάλλοι Ιακωβίνοι και εν συνεχεία οι Ιταλοί Καρμπονάροι. Είναι εκείνοι που, έναν αιώνα αργότερα, ιδιοποιήθηκαν αυτό που αρχικά κατήγγειλαν, ναι, ναι, το έθνος, υποβιβάζοντάς το σε επινοημένη ομογενοποιητική συλλογικότητα («πολιτικό έθνος») χάριν του «εθνικισμού» και ταυτόχρονα άνοιξαν δρόμο στους υποτιθέμενους αντιπάλους τους, αλλά στην πραγματικότητα ομογάλακτους αδελφούς τους, στους λεγόμενους «διεθνιστές», να κατοχυρώσουν/κλειδώσουν τον υποβιβασμό, επιτιθέμενοι στο ψευδο-«έθνος», το οποίο στο τέλος κατέληξε να αποκαλείται «φανταστική κοινότητα» και άλλα ανάλογα. Με χίλια δύο προσωπεία, οι καλοί στρατιώτες της Παγκόσμιας Ιερουσαλήμ συνέχισαν και συνεχίζουν τον απηνή διωγμό της αυτόνομης και συμπαγούς συλλογικής ταυτότητας, αυτού δηλαδή που όντως είναι το έθνος, του ουσιαστικά μοναδικού πλαίσιου πραγμάτωσης για τους «gentiles», τους «εθνικούς».
Παγιδευμένα ωστόσο μέσα στο ίδιο τους το ψεύδος, τα δύο ομογάλακτα τέκνα της Παγκόσμιας Ιερουσαλήμ, υποχρεώθηκαν πολύ σύντομα σε αναπόφευκτες καταφυγές. Ο «εθνικισμός», όταν δεν επιχειρούσε γελοιότητες τύπου ««Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Ελληνες», πολύ σύντομα κατέφυγε σε ανιστόρητους φυλετισμούς, ενώ ο «διεθνισμός», εκμεταλλευόμενος ακριβώς την κραυγαλέα ανιστορικότητα του εθνοφυλετισμού, αλλά και ο ίδιος ενδεδυμένος με τον φανατισμό της αλογίας, κατέφυγε σε συλλήβδην άρνηση του έθνους, σε αρνησιπατρία και σε θεοποίηση του αυθαίρετου αξιώματος ότι όλοι όσοι είναι άνθρωποι οφείλουν να είναι ίδιοι. Ο απόλυτος ωστόσο παραλογισμός των δικών του προθέσεων, οδήγησε τον «διεθνισμό» τον τελευταίο καιρό σε πρόχειρα μασκαρέματα, όπως λ.χ. ότι ως θεωρία αποβλέπει απλώς «στην ένταξη των κρατών σε ένα ευρύτερο πλαίσιο με κοινές αρχές» ή ότι δεν πρέπει (κατ’ ουσίαν απαγορεύεται) να υπάρχουν όρια στις κουλτούρες και στους πολιτισμούς, αυτό δηλαδή που κατά τις τελευταίες δεκαετίες περιγράφεται με τον, μάλλον ευφημιστικό, όρο «πολυπολιτισμός». Το «ΨΥΧΗΣ ΑΓΑΘΗΣ ΠΑΤΡΙΣ Ο ΞΥΜΠΑΣ ΚΟΣΜΟΣ» του Δημοκρίτου όμως, επουδενί σήμαινε ότι δεν πρέπει να υπάρχουν έθνη και πατρίδες ή φυσικές και ιδιοσυγκρασιακές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Άλλο πράγμα έλεγε ο άνθρωπος.
Σε μασκαρέματα προχώρησε βεβαίως, ιδίως μετά τον πλήρη εξευτελισμό του φυλετισμού στα μέσα του 20ου αιώνα, και ο «εθνικισμός», λ.χ. ως θεωρία που τοποθετεί ως ύψιστη πολιτική αξία το ανεθνικό (χριστιανικό ή μωαμεθανικό) Εθνοκράτος (το προαναφερθέν «Staatsnation» του Μάϊνεκε). Επειδή όμως αμφότερες οι «πλευρές» εξυπηρετούν την παντοκράτειρα Παγκόσμια Ιερουσαλήμ, τους παρέχεται από αυτήν κάθε διευκόλυνση να αλλάζουν κοστούμια και προσωπεία, ώστε αυτή να εξακολουθεί να παραμένει παντοκράτειρα και τα πραγματικά έθνη, οι ταυτότητες, οι πολιτισμοί, τα αξιακά τους συστήματα και οι θρησκείες τους, να εξακολουθούν να είναι γενιτσαροποιημένα ή απροκάλυπτα υπόδουλα.
Αυτονόητο είναι βεβαίως ότι οι δύο «πλευρές» δεν πολυνοιάζονται για μασκάρεμα, όταν αλωνίζουν σε μορφωτικά καθυστερημένες χώρες, στις οποίες ο φυλετισμός και η «αιματολατρία», όπως και η υποτίθεται «αντίπαλη» αρνησιπατρία, δεν αποτελούν ακόμα ντροπή, καθώς μοιράζονται σε ένα μεγάλο πληθυσμιακό τμήμα, μαζί με κάθε λογής λαϊκούς θρύλους, προφητείες καλόγερων, θεωρίες συνομωσίας και άλλα ανάλογα. Στην ρωμεϊκη Ελλάδα λ.χ., όπου υπάρχουν πάμπολλοι άνθρωποι που σαν τους σκύλους του Παυλώφ αναπηδούν κάθε φορά που ακούνε αναφορά σε έθνος και εκτοξεύουν εύκολες κατηγορίες περί… «φασισμού» και «ναζισμού», υπάρχουν επίσης και πάμπολλοι (περισσότεροι μάλιστα) που πιστεύουν ότι δικαιούνται να λέγονται Έλληνες επειδή και μόνον έχουν υποτίθεται το «όμαιμον» με τους πραγματικούς Έλληνες της αρχαιότητας, κάτι που βεβαίως δεν έχουμε καμμία απολύτως όρεξη να τους αρνηθούμε, πλην όμως σηκώνουμε το φρύδι βλέποντας την γενική χαμέρπειά τους σε ό,τι αφορά την πνευματική και ηθική σφαίρα, μία χαμέρπεια που σαφώς πηγάζει από την θρησκεία τους και το «έθος» που αυτή παράγει. Να που ξαναγυρίσαμε λοιπόν στο «έθος». Την ετυμολογική ρίζα του ίδιου του έθνους, άλλωστε.
Η καταφυγή των παραπάνω στην «αιματολατρία», τους οδηγεί άμεσα σε λογικό αδιέξοδο. Άπαξ και δεχθούμε ότι οι σύγχρονοι χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι του Ελλαδικού χώρου είναι σε μεγάλο ποσοστό τους απόγονοι των Ελλήνων της προχριστιανικής εποχής, και, επαναλαμβάνω, ο γράφων δεν έχει επί τούτου ουδεμία ένσταση, τίθεται παραχρήμα το ερώτημα γιατί ουδεμία σχέση έχουν αυτοί με εκείνους, αντίθετα διάγουν τον βίο, ιεραρχούν τις αξίες και ανταποκρίνονται στην απαίτηση για δημιουργία με εντελώς άλλον, εκ διαμέτρου αντίθετο θα λέγαμε, τρόπο. Η μόνη απάντηση που υπάρχει είναι ότι τελικά, αυτό που καθορίζει το πραγματικό έθνος είναι η δική του ιδιαίτερη θρησκεία και το δικό του ιδιαίτερο αξιακό σύστημα και «έθος». Εάν δεν τα έχει, απλώς δεν υπάρχει ως έθνος, ακόμα και εάν έχει προβεί σε ενδογαμίες αιώνων επί αιώνων και είναι ακινητοποιημένο σε μία μόνον συγκεκριμένη περιοχή. Υπήρξε λόγος άλλωστε που από κάποιο σημείο και μετά (την δεκαετία του 1970 δια του Robert Jaulin) η Εθνολογία υποχρεώθηκε να εισάγει τον όρο «εθνοκτονία» [1] («Ethnocide») για να περιγράψει μια διαδικασία εντελώς άλλη από την «γενοκτονία» («Genocide»), που εισήχθη από τον Λέμκιν ως όρος το 1944. Εάν τα έθνη τα έσωζε η καθαρή καταγωγή, τότε δεν θα υπήρχε ποτέ διαδικασία ικανή «να σκοτώσει κοινωνικές κουλτούρες, σκοτώνοντας τις ατομικές ψυχές» (κατά τον Μπαρτολομέ Κλαβέρο).
Η καταφυγή στην «αιματολατρία» είναι τόσο ευάλωτη και αδιέξοδη, που ένας από τους πιστούς της, έμεινε επί μακρόν ενεός προτού με κατηγορήσει αμήχανα ότι του παρουσίαζα μία «μεταφυσική του αίματος», όταν απλώς τον πληροφόρησα ότι ο γενετικός κώδικας δεν είναι κλειστό πακέτο, αλλ’ αντιθέτως επηρεάζεται από έναν απέραντο αριθμό πραγμάτων που, απλώς, στον μηχανιστικό τρόπο της «σύγχρονης» (ιουδαιοχριστιανικής πάντα) αντίληψης, οι περισσότεροι δεν είναι καν ικανοί να αντιληφθούν ότι επιδρούν επάνω τους, ακόμα και τώρα που είναι ζώντα άτομα. Πράγματα που είναι ικανά να επιβάλουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στην οντότητα, ακόμα και στο χρονικά σύντομο φάσμα ενός ανθρώπινου βίου. Οι εικόνες που βλέπουμε, οι ήχοι που ακούμε, η αισθητική ή το αξιακό σύστημα που διδασκόμαστε, η τροφή και το νερό που καταναλώνουμε, οι δονήσεις και μαγνητισμοί που μας διαπερνούν, οι ιδέες που μας περιβάλλουν, επηρεάζουν και επαναδιαμορφώνουν συνεχώς τόσο εμάς τους ίδιους, όσο και τον γενετικό κώδικα που παραλάβαμε από τους γονείς για να παραδώσουμε στα τέκνα. Είμαστε συνεπώς ρευστοί, μέσα σε ρευστό, που ρέει σε ρευστό, και πάει λέγοντας. Γιατί απλώς ρευστή είναι η ίδια η Φύση.
Αντίθετα, σταθερές, ή μάλλον με την ψευδαίσθηση της σταθερότητας, αφού χρειάζονται νέες γενεές ανθρώπων να τις στηρίζουν ώστε να παραμένουν τέτοιες, είναι οι κοσμοαντιλήψεις και οι πολιτισμικές υλοποιήσεις τους, δηλαδή οι εθνικές ταυτότητες, οι εθνικές κουλτούρες και οι πολιτισμοί. Όλες μένουν συμπαγείς όσο και «σταθερές» και «αιώνιες», όταν μέσα τους περνούν σε ασταμάτητη διαδοχή οι γενεές των εθνών τους. Όταν σταματήσει αυτή η διαδοχή, τότε όλες αυτές οι κοσμοαντιλήψεις και πολιτισμικές υλοποιήσεις τους παρασύρονται από την μεγάλη ροή και εξαφανίζονται, αφήνοντας τίποτε περισσότερο από ιστορικές μνήμες ή σκόρπια στοιχεία, απλές καταγραφές στον απέραντο «σκληρό δίσκο» της Αιωνιότητας.
Επάνω στην απελπισία που δημιουργεί η συνειδητοποίηση των αδιεξόδων τους, οι ρωμιοί εθνοφυλετιστές, συχνά καταφεύγουν σε μία ωραία διατύπωση του Ηροδότου («Ουρανία» 144), ο οποίος, όμως, δυστυχώς γι’ αυτούς, ορίζει «το Ελληνικόν» στην βάση της κοινής καταγωγής (κατά την Παράδοση εκ του Έλληνος, του πρώτου «σπαρτού» υιού του Δευκαλίωνος), της κοινής γλώσσας, των κοινών Ιερών και θυσιών για τους Θεούς και του κοινού «έθους». [2] Και απλώς βυθίζονται ακόμα περισσότερο, αφού, μένοντας αγκαλιασμένοι με την ξένη θρησκεία και τα ήθη της, στερούνται αυτομάτως του ημίσεως της ελληνικότητας που προσπαθούν να καρπωθούν. Το θεοκρατικό κράτος με την σταυροφόρα σημαία, του οποίου τα πράγματα βλέπουν απολύτως φυσιολογικά οι ρωμιοί εθνοφυλετιστές, είναι φανατικά ορθόδοξο χριστιανικό, και μάλιστα αποκαλεί «ετερόθρησκους» εκείνους ακριβώς που σήμερα έχουν το «ομόθρησκον» και «ομότροπον» με τους Έλληνες του προχριστιανικού παρελθόντος! Επίσης, αυτοί οι ίδιοι οι αρχι-«ελληναράδες» φυλετιστές, ποτέ μα ποτέ δεν έχουν αποκαλέσει Συνέλληνες τους πληθυσμούς της Νότιας Ιταλίας ή τους εξισλαμισμένους απογόνους των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Φαίνεται ότι το «ομόθρησκον» και «ομότροπον», κατ’ αυτούς το καλύπτει άριστα η… κοινή με τους Σλάβους Ορθοδοξία!
Οι βάσεις λοιπόν τόσο του εθνοφυλετισμού, όσο και της αρνησιπατρίας πρέπει να μελετηθούν περισσότερο στα πλαίσια της Ψυχολογίας, ή ακόμα και της Ψυχιατρικής, παρά της Εθνολογίας ή, ορθότερα, της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Την τελευταία δεν την αφορά ούτε ο απέραντος φόβος να απαγκιστρωθεί κανείς από θρησκείες που ακυρώνουν, καθυβρίζουν και δαιμονοποιούν τις πραγματικές ρίζες του, ούτε η νεύρωση της απέχθειας προς αυτή την ίδια την ευρύτερη μητέρα μας, την γη στην οποία πρωτοείδαμε το φως του ήλιου και στην οποία έζησαν, μάτωσαν, ίδρωσαν, γέλασαν και δημιούργησαν οι πρόγονοί μας. Η Κοινωνική Ανθρωπολογία ασχολείται μόνο με την πραγματική εθνική ταυτότητα και την πολιτισμική διαφοροποίηση και, ένα από τα πράγματα που κυρίως καταγγέλλει, είναι η γελοία, χριστιανική κυρίως, τάση να ερμηνεύονται (παλαιά τέχνη άλλωστε η περιβόητη «Interpretatio Christiana»!) και να αξιολογούνται οι όποιοι «άλλοι» με τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα του Χριστιανισμού. [3]
Επανερχόμαστε λοιπόν στο αφετηριακό σημείο, που εκφράσαμε από το 1996, δηλαδή στο ότι το πραγματικό έθνος καθορίζεται πρωτίστως από ιδιαίτερη κοσμοαντίληψη, ιδιαίτερη θρησκεία και ιδιαίτερο αξιακό σύστημα και τρόπο συμπεριφοράς («έθος»), αφού η τυχόν απουσία τους αχρηστεύει και την ωφέλεια της κοινής καταγωγής και της κοινής γλώσσας. Για πολλοστή φορά επαναλαμβάνουμε πως για να υπάρξει παλινόρθωση των εθνών και αποκατάσταση της «Εθνόσφαιρας» («Εthnosphere») του πλανήτη, [4] πρέπει να προηγηθεί η παλινόρθωση όλων αυτών που πραγματικά καθορίζουν το κάθε έθνος και το διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα. Αρέσει δεν αρέσει αυτό σε κάποιους, αυτό προϋποθέτει την πνευματική απελευθέρωση των εθνών από τις ξένες και ισοπεδωτικές αιρέσεις του μονοθεϊσμού που τώρα τα κρατούν αιχμάλωτα και ναρκωμένα και, κατά κυριολεξία, τα ακυρώνουν. Δεν γίνεται ομελέτα δίχως να σπάσει κάποιος αυγά. Η παλινόρθωση των εθνών, όσων υπάρχουν ακόμη, περνάει υποχρεωτικά μέσα από την παλινόρθωση των εθνικών θρησκειών τους. Υποχρεωτικά!
- «Αν ο όρος “Γενοκτονία” αναφέρεται στην ιδέα της ράτσας ή φυλής και στην θέληση για εξόντωση φυλετικών μειονοτήτων, η “Εθνοκτονία” αποσκοπεί όχι στην φυσική εξόντωση των ανθρώπων, αλλά στην εκμηδένιση της κουλτούρας τους. Σε αντίθετη περίπτωση θα πέφταμε ξανά στην περίπτωση της “Γενοκτονίας”. Ως “Εθνοκτονία” ορίζεται η συστηματική καταστροφή του τρόπου ζωής και σκέψης ενός λαού από έναν άλλον. Ενώ ο γενοκτόνος σκοτώνει με φυσικό τρόπο, ο εθνοκτόνος σκοτώνει πνευματικά. Και στις δύο περιπτώσεις επέρχεται η εκμηδένιση αν και φαινομενικά είναι διαφορετικής μορφής. Η φυσική και άμεση εκμηδένιση μοιάζει μόνο, και δεν είναι στην πραγματικότητα διαφορετική τάχα από την πολιτισμική εκμηδένιση, Η τελευταία έχει μακροσκοπικό αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο και καθορίζεται από τις συγκυρίες και τις δυνατότητες αντίστασης ή μη αντίστασης των καταπιεζόμενων» (απόσπασμα κειμένου του εθνολόγου Πιερ Κλαστρ, που δημοσιεύθηκε στο 25ο τεύχος του περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη» τον Φεβρουάριο του 1991).
- «ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΕΟΝ ΟΜΑΙΜΟΝ ΤΕ ΚΑΙ ΟΜΟΓΛΩΣΣΟΝ ΚΑΙ ΘΕΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΙ, ΗΘΕΑ ΤΕ ΟΜΟΤΡΟΠΑ»
- Προϊόν αυτής ακριβώς της τάσεως είναι άλλωστε και το βαρετά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο να μας βγάζουν διάγνωση και να μας επικολλούν ταμπέλλες οι εθνοφυλετιστές και αρνησιπάτριδες, κάθε φορά που θα βρεθούν απέναντι στις πολύ ξεκάθαρες θέσεις μας περί Εθνισμού. Με το να μας πακετάρουν σε κάτι οικείο τους και να μας αρχειοθετήσουν κάπου στα ερμάρια τοποθέτησης των «κακών», νομίζουν ότι έχουν απαλλαγεί από κάθε υποχρέωση για σοβαρή αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Μας επικολλούν λοιπόν οι μεν την ταμπέλλα του… «κομμουνιστή» και οι δε την ταμπέλλα του… «φασίστα» και, ως καλές στρουθοκάμηλοι, εξακολουθούν να κοροϊδεύουν με τις ανόητες θεωρίες τους τόσο τους εαυτούς τους όσο και τους πάμπολλους ομοίους τους, στον τρόπο σκέψης και στον βαθμό ευφυΐας.
- Προ δύο ετών, ο Καναδός ανθρωπολόγος Wade Davis δήλωσε σε ένα βίντεο παραγωγής του με τίτλο «Dreams From Endangered Cultures»: «αντιλαμβάνεται κάποιος την Εθνόσφαιρα σαν το συνολικό άθροισμα των στοχασμών και των ονείρων, των μύθων, των ιδεών, των εμπνεύσεων και των ενοράσεων που υλοποιήθηκαν από τα ανθρώπινο φαντασιακό από την αυγή της ανθρώπινης συνειδητότητας. Η Εθνόσφαιρα αποτελεί την μεγαλύτερη εποποιία της ανθρωπότητας. Είναι ένα σύμβολο των όλων όσων υπήρξαμε και των όλων όσων μπορούμε να γίνουμε, ως ένα εκπληκτικά φιλοπερίεργο φυσικό είδος»