Στο Σύλλογο των Αρχαιολόγων πήρα μέρος ως ομιλητής σε τρεις βιβλιοπαρουσιάσεις.
Η πρώτη για το βιβλίο του Δημήτρη Πλάντζου (Οι αρχαιολογίες του κλασικού, 2014), η δεύτερη για το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολόπουλου για την Επανάσταση του 1821, και η τρίτη για το βιβλίο του Παρασκευά Ματάλα για του Κοσμοπολίτες εθνικιστές (2021). Παρακολούθησα και δεκάδες άλλες, μια που θυμάμαι είναι για το βιβλίο του Βαλντεν (Δικτατορία και Αντίσταση, Προσωπικές μαρτυρίες 2018), όπου και πολύς κόσμος από το Ρήγα και τα χρόνια της δικτατορίας. Είναι ένας φιλόξενος χώρος, ανοιχτός και ευχάριστος ιδιαίτερα το καλοκαίρι, στο κέντρο της πόλης που συνδυαζόταν με μια ωραία βόλτα και ένα ποτό στη γειτονιά. Είναι κυρίως ένας δημόσιος χώρος. Θέλω να τονίσω το τελευταίο, λέγοντας ότι έχω επισκεφτεί πολλές χώρες στις οποίες ο δημόσιος χώρος είτε δεν υπάρχει, είτε δεν λειτουργεί. Ένα παράδειγμα είναι η Κίνα. Σε αντίθεση με την Ελλάδα που τα συνέδρια και οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι ανοιχτές και προσιτές στο κοινό, εκεί τα μεν συνέδρια τα παρακολουθούν μόνο όσοι συμμετέχουν, οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι ανύπαρκτες, ή αν πρόκειται για σημαίνοντα πρόσωπα τελούνται σε νοικιασμένες αίθουσες ξενοδοχείων, αφού περνάς όλες τις διαδικασίες ταυτοποίησης και ελέγχου. Και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, είναι λίγο πολύ έτσι τα πράγματα, και ο καθένας μπορεί να προσθέσει το παράδειγμά του. Εκείνο όμως που ξεχωρίζει την Αθήνα, εκείνο που δίνει γλύκα και ενδιαφέρον στην πόλη, είναι αυτός ο ανοιχτός δημόσιος χώρος, αυτή η συζήτηση σε ροή, που δημιουργεί την αίσθηση μιας ανοιχτής κοινότητας η οποία από τη μια συζήτηση στην άλλη, παρακολουθεί επιχειρήματα, σκέψεις, κόντρες κλπ. Αυτό το πνεύμα πολιτισμικής ανοιχτότητας, κληρονομιά της Μεταπολίτευσης, αυτό αντιπροσωπεύει ο Σύλλογος Αρχαιολόγων και το κτήριο και ο κήπος του. Αυτό θέλει να χαλάσει η Μενδώνη.
Δεν είναι μόνο προσωπικό της πρόβλημα. Είναι δηλαδή, αλλά όχι μόνο.
Η συλλογικότητα των Αρχαιολόγων είναι η μεγαλύτερη μετά των γιατρών και των δικηγόρων επιστημονική συλλογικότητα στην Ελλάδα και έχει κρίσιμο ρόλο. Πολύ κρίσιμο. Ήταν καταλυτική η συμβολή τους στην εθνική ταυτότητα. Κάποτε λάτρευαν λ.χ. τον Ανδρόνικο. Τώρα όμως ο κρίσιμος ρόλος στην υπεράσπιση των αρχαιοτήτων ως κοινών, ως μέρος της δημόσιας περιουσίας είναι εμπόδιο.
Η κυβέρνηση θέλει να θυσιάσει τις αρχαιότητες, όπως και τα πάντα, στην υπηρεσία μια εξωστρεφούς ανάπτυξης. Πρακτικά σημαίνει ότι θα ήθελε να μετατρέψει σε αρχαιολογική Disneyland τη χώρα, αν μπορούσε. Και εδώ προσκρούει στους αρχαιολόγους. Η κυβέρνηση επιθυμεί το πολιτισμικό κεφάλαιο για τους πλούσιους φίλους της και τον εαυτό της. Που θα βρει τζάμπα τέτοια γκλαμουριά σε μια χώρα που δεν έχει τίτλους ευγενείας και πύργους; Μια θέση στο ΔΣ ενός Μουσείου είναι περιζήτητη σε αυτούς τους κύκλους, όπως και η νομιμοποίηση συλλογών με άδηλη προέλευση. Σε όλα αυτά οι αρχαιολόγοι, ακόμη και εκείνοι που έχουν συντηρητικές πολιτικές ιδέες είναι εμπόδιο. Γι αυτό και το μένος εναντίον τους.
Η υπεράσπιση του χώρου των αρχαιολόγων μας ενδιαφέρει όλους και όλες. Και πρέπει να τη βάλουμε στο κέντρο της έννοιας μας, όπως είχε μπει και η πανεπιστημιακή αστυνομία, όπου αναγκάστηκαν να κάνουν πίσω. Η απόφαση της Μενδώνη να τους πάρει το χώρο πίσω έχει άρωμα πραξικοπήματος. Και για αυτή τη δουλειά, όπως και για άλλες που όζουν, έχουν μια εξωκοινοβουλευτική υπουργό, που δεν λογαριάζει πολιτικό κόστος, γιατί δεν έχει να υπερασπίσει ούτε καμιά φήμη, ούτε κανένα κύρος.