ΠΡΩΤΟ ΚΑΡΕ
Λένε ότι το άνοιγμα ανάμεσα στα μπροστινά δόντια φέρνει τύχη και πλούτη σ’ αυτόν που το έχει. «Τρίχες!» απαντούσε στη συγχωρεμένη τη γιαγιά του και φουρκιζόταν η καλοκάγαθη γριά. Έστριβε το τσιγάρο του, βάδιζε αργά όσο πλησίαζε. Από μακριά διέκρινε το γιο του με τους άλλους συνδικαλιστές. Οι δημοσιογράφοι τον πλησιάζουν για δηλώσεις.
«Θα λυσσιάξουνε όλοι τέτοια μέρα» σκέφτηκε καθώς άναβε το τσιγάρο. Κάθισε για λίγο στη στάση απέναντι. Δεν ήθελε να τον δει ο γιος του. Δεν ήθελε να γίνει αυτό που φοβόταν.
«Και ποιος θα μπορούσε να του το σφυρίξει;» αναρωτιόταν κάθε χρόνο για να καθησυχάσει τον εσωτερικό του όλεθρο. Καθώς κάπνιζε τον καμάρωνε. Ψηλό παλικάρι, με γερές, δεμένες πλάτες και με μια σπίθα στα μάτια που πίστευε ότι θ’ αλλάξει τον κόσμο. Οι σχέσεις τους δεν ήταν καλές. Αμφισβητούσε έντονα τον πατέρα του και αυτός δεν ενέκρινε τις αριστερές πεποιθήσεις του γιου του. Όμως υπήρχε ριζωμένο μέσα τους το ανείπωτο δέσιμο των ανθρώπων που γνωρίζουν ότι προέρχονται απ’ την ίδια πάστα.
Τον αγαπάει πολύ αν και δεν το έχει παραδεχτεί ποτέ. Συνέχιζε να τον κοιτάζει από μακριά. Τελειώνει τις δηλώσεις του, κάποιοι οπαδοί ζητωκραυγάζουν κι εκείνος με όρθιο ανάστημα κι αντρίκειες κινήσεις μπαίνει μέσα στον αυλόγυρο του Πολυτεχνείου ν’ αποτιμήσει φόρο τιμής στους πεσόντες.
Σηκώνεται απ’ το παγκάκι. Κοιτάζει μια το τσιγάρο που τελειώνει, μια το ιστορικό κτήριο. «Καλύτερα να περιμένω να φύγει το κοπέλι». Μα ο τόπος δεν τον χωράει. Ευθύς και σβέλτα διέσχισε την Πατησίων με ένα-δυο οδηγούς να τον βρίζουν που πέρασε ξυστά από τις ρόδες των οχημάτων τους. Μα δεν μπορεί να μπει. «΄Άσε πρώτα να φύγει το κοπέλι!». Τι θα του ΄λεγε αν τον έβλεπε; Γιατί ήρθε στην επέτειο του Πολυτεχνείου; Ο γιος του θα τον ειρωνευόταν. Κι όπως κι οι δυο τους λογομαχούν γιατί προέρχονται από διαφορετικά πολιτικά χαρακώματα, θα κατέληγαν να τσακώνονται σαν τα σκυλιά στο δρόμο.
Δεν ήξερε πόσο περίμενε. Είναι από τις στιγμές που το συναίσθημα αλλάζει τη ροή του χρόνου. Είδε το γιο του να βγαίνει και ξεθάρρεψε. Πλησίασε την είσοδο. Ίδια τα κάγκελα. Δεν τ’ άγγιξε ο χρόνος. Μπήκε στο προαύλιο. Κόσμος, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, στεφάνια. Όλα κόκκινα.
Θυμάται καλά εκείνη τη νύχτα. Κράταγε γερά το όπλο του στο χέρι. Τέτοιο πάθος και φρενίτιδα δεν είχε ξανανιώσει. Η καγκελόπορτα ήταν πεσμένη κι οι αντιρρησίες έτρεχαν πάνω – κάτω φωνάζοντας. Περίμενε να διατάξουν να ανοίξει πυρ. Και πέφτει μούρη με μούρη μ’ ένα ασθενικό παλικαρράκι, με μάτια κοριτσίστικα, όμοιος με φύλλο. Σήκωσε το όπλο και τον σημάδεψε. Κοκάλωσαν οι δύο άντρες. Το χέρι του ήταν στην σκανδάλη και τα μηνίγγια του ξεχείλιζαν οργή. Κοιτάχτηκαν διαπεραστικά στα μάτια. Ένα δευτερόλεπτο, ίσως δύο. Δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Κατέβασε το όπλο κι άρχισε να τρέχει.
Δεν έκλαψε. Μόνο έτρεχε, έτρεχε χωρίς σταματημό. Είχε κατέβει την Πειραιώς και το ξημέρωμα τον βρήκε κοντά στην Καλλιθέα. Είχε πετάξει το όπλο και τα βάρη της συνείδησης του. Για λίγες ώρες θα ένιωθε πραγματική ελευθερία πριν τον καταλάβει ο φόβος της λιποταξίας.
Ταράζεται. Ο γιος του δεν έχει φύγει. Παρά τα χρόνια του τα γερά του ποδάρια δεν τον έχουν προδώσει ακόμα. Ταχύνει το βήμα και μεμιάς χώνεται στην Τοσίτσα. Ανασαίνει κάτω απ’ τον ανελέητο αττικό ήλιο.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΡΕ
Δένει αριστοτεχνικά τον κόμπο της γραβάτας του. Τόσο αριστοτεχνικά που μικραίνει τον κλοιό εντός του. Σηκώνει τις πλάτες του, ευθυγραμμίζει το θώρακα του, φουσκώνει αλαζονικά τα πνευμόνια του.
«Μαζευτήκαμε σήμερα να αποτίσουμε φόρο τιμής όχι μόνο στους ηρωικούς αγωνιστές του Πολυτεχνείου αλλά και σε όλους τους Έλληνες πολίτες που στωικά συνεργάζονται για την πρόοδο της χώρας. Θα δράσουμε μαζί για να καταστήσουμε την Ελλάδα δύναμη υπολογίσιμη όχι μόνο στις διεθνείς αγορές αλλά και στο διπλωματικό στίβο….» Εκφωνεί το λόγο του και δεν μπορεί ν’ ακούσει τι λέει από τη θύελλα που δέρνει τα σώψυχα του.
Προχωράει συνοδευόμενος απ’ την προσωπική φρουρά και μπαίνει στο αυτοκίνητο. Μέσα από τα σκούρα τζάμια κοιτάζει την Αθήνα ασθμαίνουσα. Τον πνίγει η γραβάτα του. Την δένει τόσο αριστοτεχνικά που δεν δικαιολογείται να τον πνίγει! Υπομένει την αίσθηση. Δεν έχει τώρα χρόνο για κόμπους!
Θα έχουν μαζευτεί εκεί συνδικαλιστές, στελέχη της αντιπολίτευσης και θα πρέπει να συγκροτηθεί και να απαντήσει εύθετα κι ευέλικτα. Αρετές που χαρακτήριζαν τον παππού και τον πατέρα του κι πρέπει να χαρακτηρίζουν εδώ και χρόνια και τον ίδιο.
Τον πατέρα του. Πάντα τον θαύμαζε και πάντα έτρεμε πως δε θα γίνει σαν αυτόν. Ήξερε όταν έφευγε στο εξωτερικό για τις μεταπτυχιακές σπουδές του ότι όφειλε να συνεχίσει την παράδοση και να φανεί αντάξιος. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε. Κι όμως έπρεπε. Προσπάθησε να ξεφύγει. Πέρασε στο Μετσόβιο με την ενδόμυχη ελπίδα ότι αν απέρριπτε την νομική θα δραπέτευε απ’ τον κλοιό.
Στα γεγονότα έμενε μέσα παρά τις έντονες αντιρρήσεις της οικογένειας. Ο πατέρας ήταν εξόριστος στην Ευρώπη. Ήθελε να τον κάνει περήφανο. Ήθελε να παραδεχτούν όλοι πως είναι αντάξιος του. Μάταια η μητέρα του, που γνώριζε την ιδιοσυγκρασία του παιδιού της, τον εκλιπαρούσε πότε με δάκρυα, πότε με απειλές αλλά και με όποιο άλλο μέσο μετέρχεται η αγάπη της μάνας, να γυρίσει σπίτι.
Δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έκανε εκεί μέσα τότε. Μέχρι που ένα βράδυ ξύπνησε από ουρλιαχτά και φωνές. Ένα τανκ έριξε την πόρτα. Έτρεμε σύγκορμος, ένιωθε χαμένος. Η αναταραχή αγκάλιασε και αυτούς που ήταν ήρωες και αυτούς που ήθελαν να γίνουν.
Έτρεχε σαν πρόβατο στη σφαγή όταν είδε μια κάννη να τον σημαδεύει στο μέτωπο. Πάγωσε. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε να αντιδράσει. Κοίταζε το πρόσωπο με τα σπινθηροβόλα μάτια και το χαιρέκακο χαμόγελο. Θυμάται ακόμα μέχρι κι ένα μικρό κενό ανάμεσα στα δόντια του στρατιώτη.
Κράτησε, δεν ξέρει κι ο ίδιος, πόσο κράτησε εκείνη η στιγμή, άξαφνα ο στρατιώτης τράβηξε το όπλο κι άρχισε να τρέχει. Έτρεξε κι αυτός. Δεν ήξερε που. Κατάφερε να βρει μέρος να κρυφτεί. Κούρνιασε στην κρυψώνα του με το φόβο να παραλύει ακαριαία τα μέλη του. Το ξημέρωμα τον βρήκε η ντροπή σα μωρό να κάθεται κουλουριασμένο στη σκιά του.
Είχε ήδη δημιουργήσει την προϋπόθεση που θα τον έκανε κι αυτόν ήρωα. Ο πατέρας του τον κοίταξε με περηφάνια. Ο τύπος τον κατέταξε σ’ αντάξιο συνεχιστή της οικογενειακής παράδοσης. Δεν μπορούσε να μη φύγει στο εξωτερικό. Είχε ήδη προδιαγράψει τη μοίρα του.
Οι δημοσιογράφοι παρατάσσονται αμφιθεατρικά. Κάνει δηλώσεις. Οι συνδικαλιστές κι η αντιπολίτευση είναι έτοιμη να αντεπιτεθεί. Τους βλέπει, το νιώθει. Αργά και σταθερά βαδίζει στο προαύλιο να καταθέσει στεφάνι. Τα φλας αστράφτουν, χειροκροτήματα και αποδοκιμασίες τον συνοδεύουν.
Αποχωρεί. Έχει ήδη φτάσει ο υπουργός. Τον αφήνουν ήσυχο. Βγαίνει έξω. Για μια στιγμή δε βλέπει τους άνδρες της ασφάλειας δίπλα του. Χαλαρώνει τον κόμπο της γραβάτας. Επιτέλους αναπνέει. Και νιώθει όπως το αγόρι των δεκαοχτώ του χρόνων. Με εκείνη τη σβελτάδα που έκαμψαν τα έδρανα κι οι υπουργικοί θώκοι στρίβει στην Τοσίτσα να κλέψει λίγη ζωή και ήλιο.
ΤΡΙΤΟ ΚΑΡΕ
Σβήνει το τρίτο του τσιγάρο. Ο γιος του λογικά θα έχει φύγει. Ώρα να γυρίσει κι αυτός σπίτι. Η κυρά θα περιμένει και θ’ αρχίσει τη γκρίνια. Βαρειά σηκώνεται έχοντας τα μάτια καρφωμένα στο χώμα.
Με τα πόδια λυμένα απ΄ την κλεμμένη ελευθερία σχεδόν τρέχει, δεν βαδίζει. Φοβάται μη χάσει τον πρόσκαιρο λυτρωμό του. Σχεδόν δε βλέπει μπροστά του.
Τον επαναφέρει η αίσθηση ενός χοντροκομμένου μέλους που άθελα του χτύπησε το χέρι του.
Οι δύο άντρες κοιτιούνται μέσα στα μάτια. Κανείς δε λέει «Με συγχωρείται». Κοιτιούνται και κάτι πονάει, ανακουνάει τα σωθικά Κανείς δεν αναγνωρίζει πια. Η αθωότητα και τα ιδανικά άλλαξαν στην πορεία, τα μεταμόρφωσε η πραγματικότητα σε οχυρά κι επάλξεις.
«Κύριε υφυπουργέ είστε καλά;» Οι σωματοφύλακες τον περικυκλώνουν. Εκείνος ξανασφίγγει ασυναίσθητα, αριστοτεχνικά, τη γραβάτα.
«Ναι, ναι. Είμαι».
«Ανησυχήσαμε μήπως…..»
Περπατάει και τα λόγια σβήνουν.
Κανένας απ’ τους δύο δε γύρισε να κοιτάξει πίσω.
Ο άλλος βάζει το χέρι στην καπνοσακούλα και βγάζει ένα έτοιμο. Βάζει το τσιγάρο στο στόμα. Εισπνέει την πίκρα του. «Δεν κατέω γιάντα φουμέρνεις ετούτονα το διάολο» του μουρμούραγε η συχωρεμένη η γιαγιά του.
Ανηφόρισε προς το σταθμό του τρένου. Βούρκωσε μα με μια γερή ρουφηξιά ανατράνισε και τάχυνε το βήμα.