Μια φορά, και σ’ έναν αγέννητο καιρό…
εκατομμύρια αράχνες έπεσαν από τον ουρανό.
Έφτιαξαν πόλεις,
μέσα σε στόματα που στέκονταν στεγνά.
Το ένα μετά το άλλο,
κεφάλια αφέθηκαν στο μετάξι.
Μακάρια, σε φωτεινή τυφλότητα.
Λευκός μανδύας, έχτισε τα σώματα
σε παγωμένο χορό.
-Όμορφα που ξεκουράζει η ακινησία…
-Ήρθαν οι άγγελοι να ταξιδέψουν την ψυχή μας…
-Είναι αυτή η λύτρωση που καλέσαμε να ρθει;;
-Καμιά σάρκα δεν θα είναι της ψυχής μας φυλακή…
Ξεφλούδισαν τα λόγια, φουσκωμένοι σοβάδες
σε ενδοκρανιακά ντουβάρια.
Τα μάτια γίνηκαν βαμβάκι.
Δεν μείνανε αυτιά να ακούσουν μουσική.
Ούτε στομάχια να πεινάσουνε ψωμί.
Τα χάδια κλάψαν, ορφανά από τα χέρια,
και σώμα δεν γέννησε ποτέ πια ψυχή.
Η λευκή ευδαιμονία
κατασπάραξε ανένοχα, όλες τις σάρκες,
και έμεινε το τίποτα.
Εκατομμύρια αράχνες έπεσαν από τον ουρανό.
Απάντηση
σε στόματα γεμάτα παρακλήσεις,
και δάχτυλα που γύρναγαν ρολόγια.
Όλα τα κεφάλια βούτηξαν στο μετάξι,
λιμαίνοντας τη φωτεινή τυφλότητα.
Λευκός μανδύας έγδυσε τα σώματα,
και τα άφησε να στέκουν παγωμένα.
Κανείς δεν έζησε καλά ούτε καλύτερα
Κανείς δεν έφυγε ταξίδι.
Όλα σταμάτησαν,
χάθηκαν στο χώμα,
και ποτέ δεν υπήρξε πια φωνή να τους θυμάται.
Τέλος.