Η Πτώση έχει ειπωθεί ότι αποτελεί μια αντιστροφή του Ξένου. Έχουμε κι εδώ να κάνουμε με έγκλημα, δικαστήρια, δίκες, δικαστές, κατηγορούμενους και δικηγόρους. Ενώ όμως ο Ξένος διεξάγεται κάτω από τον καυτό ήλιο της Μεσογείου ο οποίος παίζει ρόλο κλειδί στην εξέλιξη της ιστορίας, η Πτώση διεξάγεται στα σκοτεινά, συννεφιασμένα σοκάκια του Άμστερνταμ. Στον Ξένο ο Μερσώ καταδικάζεται σε θάνατο από τους δικαστές ενώ στην πτώση ο Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς υπερασπίζεται ως δικηγόρος αυτούς που κινδυνεύουν να καταδικαστούν σε θάνατο. Και η πτώση ωστόσο τελειώνει με μια σκηνή εκτέλεσης του ήρωα μόνο που αυτή τη φορά είναι μια φαντασίωση στο μυαλό του που ξέρει ότι δεν θα πραγματοποιηθεί. Η εκτέλεση του Μερσώ συμβαίνει στην καρδιά του καλοκαιριού, ενώ η φαντασιακή εκτέλεση του Κλαμάνς συμβαίνει στην καρδιά του χειμώνα μέσα σε ένα χιονισμένο Άμστερνταμ. Όλα δείχνουν να συνηγορούν στην αναλογία της αντιστροφής.
Μια ερμηνεία της Πτώσης που προωθήθηκε αρκετά από τους κύκλους του Σαρτρ αλλά υποστηρίζεται με αρκετά ευφυή τρόπο και από το χριστιανό καθηγητή λογοτεχνίας Ρενέ Ζιράρ στη σκέψη του οποίου θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, είναι ότι ο Κλαμάνς είναι ο ώριμος Καμύ που ασκεί κριτική στον νεανικό Καμύ-Μερσώ. Πιο πιθανό στην πραγματικότητα είναι ο Κλαμανς να αποτελεί μια σκοτεινή σάτιρα του Καμύ στο Σαρτρ και τον κύκλο διανοουμένων γύρω από αυτόν, μια απάντηση στο ειρωνικό προς τον Καμύ θεατρικό της Σιμόν ντε Μποβουάρ “Οι Μανδαρίνοι”. Σε αυτή την ερμηνεία συγκλίνουν με την αρθρογραφία τους και οι ελευθεριακοί σύντροφοι του Καμύ της εποχής εκείνης. Ο Αντρέ Πριντομό γράφει μεταξύ άλλων στη Liberté το Φλεβάρη του 1960: “Υπάρχει στην Πτώση ένας άσπλαχνος χαρακτήρας ανθρωπιστή δικηγόρου, υπερασπιστή του δικαίου· στο Άμστερνταμ βλέπει μια κοπέλα να πέφτει στα παγωμένα νερά ενός καναλιού, και δεν έχει τα αντανακλαστικά να ριχτεί και αυτός με τη σειρά του για να τη σώσει. Εξού και η ηθική χρεοκοπία αυτού του ανθρώπου, που άλλοτε ήταν ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Οι καλοί άνθρωποι των «Les Temps Modernes» [1], που έχουν με τον Καμύ μια ιδεολογική έριδα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η δειλία και η χρεοκοπία θα ήταν αυτές του Καμύ. Σαν να αποδεχόμασταν ότι τα αξιοθρήνητα ανθρώπινα απόβλητα που ο κ. Σαρτρ περιφέρει στους δικούς του “δρόμους της ελευθερίας” είναι πορτρέτα του συγγραφέα. Προσωπικά πιστεύω ότι κανένας άνθρωπος, ούτε καν ο κ. Σαρτρ, δεν μπορεί να διαβεβαιώσει για το πώς θα συμπεριφέρονταν μπροστά στον θάνατο ή στον κίνδυνο[…]. Το ότι ο Καμύ “αναρωτήθηκε” (αυτός ο φυματικός που, αναμφίβολα, δεν επέζησε από μια διάσωση τέτοιου είδους και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες) αποδεικνύει απλώς το ψυχικό σθένος του και την αγάπη του για την αλήθεια. Όσο για το συμπέρασμα που συνάγει η σαρτρική κριτική, είναι απλώς ατιμωτικό για τους εμπνευστές του”. [2]
Σε αντίστοιχα συμπεράσματα είχε καταλήξει κατά την παρουσίαση της Πτώσης στο Temoins (ελευθεριακό περιοδικό με το οποίο συνεργαζόταν ο Καμύ) Ζαν-Πολ Σαμσόν το χειμώνα του 1956. Γνωρίζουμε άλλωστε από το βιογράφο του Αλμπέρ Καμύ Ολιβιέ Τοντ ότι ο όρος δικαστές μετανοητές (ο Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς στην Πτώση ισχυρίζεται ότι ασκεί το επάγγελμα του δικαστή μετανοητή) ήταν ένας ειρωνικός όρος που χρησιμοποιούσε ο Καμύ για να αναφερθεί στον Ζαν Πωλ Σαρτρ και την παρέα του. Πιθανότατα η Πτώση περιγράφει με χιουμοριστικό τρόπο την αριστερή διανόηση της εποχής του συγγραφέα η οποία αναλαμβάνει το ρόλο να υπερασπίζεται ως δικηγόρος μέσα από τα γραπτά της όλες τις πράξεις των καταπιεσμένων και ειδικά των καθεστώτων εξουσίας που χτίστηκαν στο όνομά τους(ακόμα και τις βίαιες δολοφονικές πράξεις στις οποίες τόση κριτική είχε ασκήσει ο Καμύ) χωρίς να αναλαμβάνει την ηθική ευθύνη για τις αιματηρές συνέπειες αυτών των πράξεων.
Ταυτόχρονα όμως όπως κάθε μεγάλο έργο έτσι και η πτώση είναι πιθανό να περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Κλαμάνς είναι ο Καμύ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Κλαμάνς είναι κάποιος που ο Καμύ αντιπαθεί σφοδρά αλλά για αυτόν ακριβώς το λόγο φωτίζει τα σκοτεινά κομμάτια του χαρακτήρα του. Ο Κλαμάνς είναι κυνικός και ο Καμύ αντιστέκεται σε όλη του τη ζωή στον κυνισμό μέσα του. Στον Ξένο ο Μερσώ παρότι σκοτώνει έναν άραβα εξαιτίας του ήλιου γίνεται συμπαθής στους αναγνώστες μπροστά στη θανατική του καταδίκη σε αντίθεση με τους δικαστές που τον καταδικάζουν, τον ανακριτή, τον παπά, και λοιπούς εκπροσώπους της Εξουσίας που γίνονται αντιπαθείς.
Στην Πτώση από την άλλη ο διαχωρισμός ανάμεσα σε “καλούς” και “κακούς” ήρωες είναι πιο δυσδιάκριτος. ο Κλαμάνς που ως δικηγόρος αναλαμβάνει να υπερασπιστεί συμπαθείς εγκληματίες σαν τον Μερσώ απέναντι στους αντιπαθείς δικαστές μας αποκαλύπτει τα ιδιοτελή του κίνητρα: Κυνηγάει την αποδοχή ως υπερασπιστής των θυμάτων του δικαστικού συστήματος χωρίς ταυτόχρονα να κινδυνεύει να βρεθεί ο ίδιος μπροστά στη γκιλοτίνα. Αυτός απολαμβάνει τη δόξα ενώ οι πελάτες του ρισκάρουν να πληρώσουν τις συνέπειες. Ο Κλαμάνς πηγαίνει τη σκέψη του ακόμη παραπέρα: Σε τελική ανάλυση όλοι μας λειτουργούμε ως δικαστές αφού κρίνουμε συνεχώς τους γύρω μας. Κρίνουμε για να μην κριθούμε θα πει σε μια αντιστροφή της γνωστής χριστιανικής ρήσης. (Τυχαίο που το μικρό του συμπίπτει με το όνομα του συγγραφέα της αποκάλυψης;).
“Πάνω στη νεκρή αθωότητα, πληθαίνουν οι δικαστές, δικαστές όλων των φυλών, του Χριστού και του Αντίχριστου, που ‘ναι άλλωστε οι ίδιοι, συμφιλιωμένοι στην απομόνωση. Γιατί δεν πρέπει να τα ρίχνουμε όλα μόνο στους χριστιανούς. Είναι κι οι άλλοι στο κόλπο. Ξέρετε τι έγινε σ’ αυτή την πόλη ένα από τα σπίτια που στέγασαν τον Καρτέσιο; Άσυλο φρενοβλαβών. Ναι, το γενικό παραλήρημα και ο διωγμός. Κι εμείς, φυσικά, αναγκαζόμαστε να συμμετάσχουμε. […]
Εφόσον, επομένως, είμαστε όλοι δικαστές, είμαστε και όλοι ένοχοι, ο ένας έναντι του άλλου. Χριστοί όλοι με τον αχρείο μας τρόπο, ένας ένας σταυρωμένοι και πάντα χωρίς να γνωρίζουμε. Θα ήμασταν, τουλάχιστον, αν εγώ, ο Κλαμάνς, δεν -είχα βρει τη διέξοδο, τη μόνη λύση, την αλήθεια επιτέλους” .
Ο Μερσώ έρχεται σε επαφή με το παράλογο, καταφεύγει στο έγκλημα και πληρώνει τις συνέπειες με τη ζωή του. Ο Κλαμάνς έρχεται κι αυτός σε επαφή με το παράλογο(μια κοπέλα βουτάει στο Σηκουάνα και αυτός, ο υποτιθέμενος προστάτης των αδυνάτων δεν προσπαθεί να τη σώσει) και για να αποφύγει την κρίση των άλλων και τις ενοχές αποφασίζει να εξομολογηθεί τις σκοτεινές του πλευρές και να κρίνει ο ίδιος πρώτος όσο πιο αυστηρά μπορεί τον εαυτό του: “Εφόσον δεν μπορούσαμε να καταδικάσουμε τους άλλους δίχως αυτομάτως να κρίνουμε τον εαυτό μας, έπρεπε να τον κατηγορήσουμε, ώστε να έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους. Εφόσον κάθε δικαστής καταλήγει μια μέρα μετανοητής, έπρεπε να κάνουμε την αντίστροφη διαδρομή και να μετέλθουμε το επάγγελμα του μετανοητή για να μπορέσουμε να καταλήξουμε δικαστές”. Στο τέλος ο Κλαμάνς μας αποκαλύπτει ότι αφού εξομολογηθεί στους νέους του πελάτες (στο επάγγελμα του δικαστή-μετανοητή) τις αμαρτίες του, τους καλεί να εξομολογηθούν κι αυτοί με τη σειρά τους σε αυτόν γινόμενος ξανά δικαστής (μια ακόμα αντιστροφή του κλασσικού χριστιανισμού). Φαντασιώνεται ότι ο ακροατής του θα τον οδηγήσει στην κρεμάλα αλλά γνωρίζει ότι αυτό δε θα συμβεί. Στο τέλος ο ακροατής αποκαλύπτεται κι αυτός ως ένας ακόμα δικηγόρος.
Με βάση τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ Ξένου και Πτώσης ο Ρενέ Ζιράρ επιχειρεί να διαβάσει την Πτώση ως μια αυτοκριτική του Καμύ για τον ξένο. Στον Ξένο ο Μερσώ κατηγορείται για φόνο αλλά καταδικάζεται επειδή δεν έκλαψε στην κηδεία της μάνας του. Κατά τον Ζιράρ ο συγγραφέας παίζει το ρόλο του δικηγόρου του Μερσώ απέναντι στους δικαστές, αυτόν ακριβώς τον ρόλο δηλαδή που καταγγέλλεται στην πτώση. Έτσι με τον Ξένο ο Καμύ γίνεται αποδεκτός ως ένας αντισυμβατικός διανοούμενος που πάει κόντρα στην εξουσία. Σαν το δικηγόρο της πτώσης αντλεί δόξα από τον ήρωά του χωρίς να ρισκάρει κάτι πραγματικά. Την ίδια στιγμή θα πει ο Ζιράρ ο φόνος του Μερσώ παρότι δεν παρουσιάζεται ως η αιτία της θανατικής καταδίκης του ήρωα είναι απαραίτητος για να εξελιχθεί η πλοκή. Κάτι σαν ένα από μηχανής έγκλημα. Δεν θα δεχόμασταν ότι οι δικαστές θα μπορούσαν να καταδικάσουν σε θάνατο ένα υπάλληλο γραφείου επειδή δεν έκλαψε στην κηδεία της μητέρας του. Ενώ ο Καμύ καταγγέλει την κακή κοινωνία θα πει ο Ζιράρ αποκρύπτει την ευθύνη του εγωιστή ήρωα που καταλήγει στο αντικοινωνικό έγκλημα. Για τον Ζιράρ ο μύθος του Σίσυφου (που αποτελεί τη φιλοσοφική εξήγηση του Ξένου) υμνεί το “μηδενιστικό ατομοκεντρισμό” τον οποίο “ενσαρκώνει ο Μερσώ”.
Είναι εντυπωσιακό το πόσες ανοησίες μαζεμένες αραδιάζει ο κατά τα άλλα ιδιαίτερα ευφυής καθηγητής λογοτεχνίας. Μάλλον κάποιες φορές τα χριστιανικά γυαλιά θολώνουν την όραση. Ο μύθος του Σίσυφου όχι απλά δεν υμνεί τον ατομοκεντρικό μηδενισμό αλλά αποτελεί την πρώτη από τις πολλές προσπάθειες του Καμύ να επιτεθεί ακριβώς σε κάθε μηδενισμό. Σε κάποιο σημείο μάλιστα ο Ζιράρ αναφέρει ότι ο Καμύ κατακρίνει τον Κίρκεγκωρ που απορρίπτει το μηδενισμό. Στην πραγματικότητα ο Καμύ ισχυρίζεται το ακριβώς αντίθετο: Ο Κίρκεγκωρ ως ένθεος υπαρξιστής αναγνωρίζει το παράλογο της ζωής στα έργα του, το περιγράφει πολύ ωραία και παραστατικά. Απέναντι σε αυτό το παράλογο όμως (την απουσία νοήματος στον κόσμο) ο Κίρκεργκωρ θα επιλέξει να κάνει το μεγάλο άλμα και να ασπαστεί το χριστιανισμό. Να δώσει δηλαδή σε αυτόν τον κόσμο ένα σταθερό νόημα, εξωτερικό από αυτόν κι έτσι να εξαφανίσει το παράλογο αφού πλέον όλα αποκτούν νόημα ως κομμάτι του θεϊκού σχεδίου. Αυτό το άλμα Ο Καμύ το απορρίπτει ακριβώς ως μηδενιστικό, αφού αρνείται (μηδενίζει) αυτό που υπάρχει στο όνομα ενός θεού, η ύπαρξη και η παρέμβαση του οποίου όμως δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί εμπειρικά ή λογικά κατά τη διάρκεια της ζωής μας σε αυτή τη γη. Μέσα από αυτήν του τη διαστρέβλωση ο κύριος Καθηγητής μάλλον άθελά του αποκαλύπτει τι θεωρεί μηδενιστικό στον Καμύ: την απουσία πίστης στο Χριστιανικό θεό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καμύ έχει περιγράψει το Μερσώ ως το μόνο Χριστό που μας αξίζει αφού θυσιάζεται για τη ζωή πάνω σε αυτόν τον πλανήτη και όχι για κάποια μελλοντική.
Ο Ζιράρ θεωρεί ότι ο Καμύ αντιμετωπίζει το Μερσώ ως απόλυτα αθώο παρά το φόνο. Ούτε αυτό ισχύει. Ο Καμύ όντως θεωρεί ότι ο άνθρωπος ξεκινά μέσα στην αθωότητα, αφού γεννήθηκε χωρίς να το επιλέξει. Από τη στιγμή ωστόσο που επιλέγει να συνεχίσει να ζει, πράττει κι έτσι αναπόφευκτα χάνει ένα κομμάτι της αθωότητας του, χωρίς βέβαια να γίνει ποτέ και απόλυτα ένοχος. Ο Καμύ είναι κάθετα ενάντια στο φόνο και δεν θα μπορούσε να τον δικαιολογεί στην περίπτωση του Μερσώ. Για αυτό και ο ήρωάς του δέχεται την εκτέλεση του χωρίς διαμαρτυρίες και αντιδρά μόνο στην εξομολόγηση του παπά. Δίνει μια ζωή για μια ζωή. Στον ξένο μεγάλο ρόλο παίζουν τα σύμβολα. Ως αιτία του φόνου αναφέρεται ρητά ο ήλιος με όσα αυτός συμβολίζει στο σύνολο των έργων του Καμύ. Περιέργως αυτήν την αιτία ξεχνά να την αναφέρει ο Ζιράρ παρά τη σχολαστική και …σχολακιστική αναζήτηση του για το αίτιο του εγκλήματος στον Ξένο.
Μέσα από το περιστατικό με τον άραβα ο Μερσώ έρχεται αντιμέτωπος με το παράλογο. Απέναντι στο παράλογο του κόσμου καταφεύγει στο έγκλημα και πληρώνει τις συνέπειες. Όταν βρίσκεται στη φυλακή με αφορμή τη συνάντηση με τον παπά, συνειδητοποιεί αυτό το παράλογο και εξεγείρεται εναντίον του. Δεν το αρνείται ολοκληρωτικά (αυτό θα ήταν ο μηδενισμός) δέχεται την ύπαρξή του (την απουσία νοήματος και τη θνητότητα της ύπαρξης) και ταυτόχρονα εξεγείρεται ενάντια σε αυτό στο όνομα της απόλαυσης κάθε λεπτού που του απομένει σε αυτήν εδώ τη γη. “μου μένει πολύ λίγος χρόνος ακόμα για να τον χαραμίσω στο θεό”, θα πει στον παπά. Ο Καμύ όντως στηρίζει το Μερσώ στην εξέγερσή του. Όχι όμως και στο φόνο. Και αυτό θα γίνει ξεκάθαρο στον Εξεγερμένο Άνθρωπο όπου θα πει ότι όποιος επιλέγει να μην αυτοκτονεί δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου.
Η ανάλυση του Ζιράρ για την πτώση έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Παρότι έχει μάλλον λάθος στο ότι τη θεωρεί ως μια αυτοκριτική του Καμύ για τον ξένο (είναι κυρίως μια σάτιρα της σαρτρικής διανόησης για τους λόγους που ανέλυσα παραπάνω) ισχύει ότι ο Καμύ βρίσκει αφορμή για να εξομολογηθεί πάνω σε δικά του στοιχεία έστω και συγκαλυμμένα. Ως καλλιτέχνης που υπερασπίζεται τους καταπιεσμένους αναστοχάζεται και πάνω στην τιμιότητα των δικών του κινήτρων και τις δικές του σκοτεινές πλευρές αντί να διακωμωδήσει απλά αυτές των αντιπάλων του. Σε αυτήν την ερμηνεία συγκλίνει και ο πρόλογος που έγραψε δύο χρόνια μετά την έκδοση της πτώσης στην επανέκδοση του πρώτου του βιβλίου, μια συλλογής διηγημάτων με τίτλο: Η Καλή και η Ανάποδη. Εκεί χωρίς τα προσωπεία των ηρώων του ο Καμύ θα μας εξομολογηθεί μεταξύ άλλων και τα εξής: “Ο άνθρωπος, πότε πότε, μου φαίνεται σαν αδικία εν κινήσει: συλλογίζομαι τον εαυτό μου. Κι αν τώρα έχω την εντύπωση πως έσφαλα ή πως έχω πει ψέματα στα όσα έχω γράψει κατά καιρούς, αυτό συνέβη επειδή αγνοώ πώς να κάνω γνωστή την αδικία μου με τίμιο τρόπο. Σίγουρα, ποτέ δεν είπα πως ήμουν δίκαιος. Είπα μονάχα πως θα ‘πρεπε να προσπαθώ να είμαι δίκαιος και πως τούτη η προσπάθεια ήταν έργο κοπιαστικό και βασανιστικό. Μα είναι τόσο μεγάλη η διαφορά; Και μπορεί να μιλά για δικαιοσύνη κάποιος που δεν κατορθώνει να την επιβάλει ως κανόνα στη ζωή του; […] Δεν είμαι αριστοκράτης, […] και όμως ναι, έχω ανάγκη απ’ την τιμή, επειδή δεν είμαι αρκετά σπουδαίος για να κάνω χωρίς αυτήν!”
Σίγουρα αυτές οι γραμμές θυμίζουν κάτι από τις σκοτεινές εξομολογήσεις της Πτώσης. Ο Καμύ αμφιβάλει για τον εαυτό του και αναρωτιέται ανοικτά για τις σκοτεινές του πλευρές. Η συμβολή λοιπόν της Πτώσης έγκειται ότι μας φέρνει σε επαφή με τη σκοτεινή πλευρά της αριστερής διανόησης και άρα ως ένα βαθμό αναπόφευκτα και με τη σκοτεινή πλευρά του ίδιου του συγγραφέα της. Το μεγαλείο της όμως έγκειται στο ότι πάει πολύ παρά πέρα: αν αναγνωρίσουμε ότι όλοι μας έχουμε σκοτεινές πλευρές μπορούμε αντί να συνεχίζουμε να παριστάνουμε τους δικαστές του εαυτού μας και των άλλων να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της συνεχούς κρίσης μέσω της ανοχής, της αγάπης, του μέτρου και της αλληλεγγύης όλων των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο. Μια αλληλεγγύη που μοιραζόμαστε με τους δήμιους αλλά οι δήμιοι δεν το ξέρουν όπως μας είχε ήδη πει ο Καμύ πριν την Πτώση στον Εξεγερμένο Άνθρωπο.
Σε μια εύστοχη παρατήρηση του για την Πτώση ο Ζιράρ θα πει: “Ο Κλαμάνς καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες ν’ αποδείξει ότι εκείνος είναι με το μέρος του Καλού και οι άλλοι με το μέρος του Κακού, όμως οι κλίμακες αξιών που συνιστούν κάθε φορά το σημείο αναφοράς του, καταρρέουν η μία μετά την άλλη. Το αληθινό πρόβλημα δεν είναι πλέον “ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος;” αλλά “γιατί πρέπει να συνεχίζουμε να δικάζουμε και να δικαζόμαστε;”. Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα, το ίδιο που απασχολούσε και τον Ντοστογιέφσκι. Με την Πτώση ο Καμύ εξυψώνει τη λογοτεχνία της δίκης στο επίπεδο του μεγαλοφυούς προκατόχου του” [3]
Να πούμε πριν κλείσουμε ότι ο Καμύ ετοίμαζε μετά την Πτώση μια σειρά από μυθιστορήματα θεατρικά και δοκίμια πάνω στο θέμα της αγάπης αλλά τον πρόλαβε ένας παράλογος θάνατος και έτσι από αυτόν τον κύκλο έχουμε μόνο τις σημειώσεις του για το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Ο Πρώτος Άνθρωπος. Στον πρόλογο πάντως στην καλή και την ανάποδη που αναφέραμε ήδη σημείωνε επίσης: Το έργο τέχνης, για να δομηθεί πρέπει κατ’ αρχήν να χρησιμοποιήσει τις σκοτεινές δυνάμεις της ψυχής. Όχι όμως χωρίς να τις κατευθύνει, χωρίς να τις περιβάλλει με φράγματα, έτσι ώστε το ρεύμα τους ν’ ανυψωθεί κι αυτό. Τα φράγματά μου ακόμα και σήμερα, είναι ίσως πολύ υψηλά. Από αυτό προέρχεται συχνά η δυσκαμψία μου…Μα τη μέρα που θα αποκατασταθεί η ισορροπία ανάμεσα σ´ αυτό που είμαι και σε αυτό που λέω, ίσως τη μέρα εκείνη, κι αυτό μόλις που τολμώ να το γράψω, θα μπορέσω να οικοδομήσω το έργο που ονειρεύομαι. Αυτό που επιχείρησα να πω εδώ είναι ότι θα μοιάζει με το Η Καλή και η Ανάποδη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κι ότι θα μιλά για μια ορισμένη μορφή αγάπης”.
Ο Καμύ μας άφησε νωρίς πριν προλάβει να ολοκληρώσει το έργο που ονειρεύονταν. Απομένει σε εμάς να αναγνωρίσουμε τις σκοτεινές μας πλευρές και να προχωρήσουμε το μονοπάτι για το πέρασμα από ένα κόσμο δικαστών σε ένα κόσμο αγάπης. Σε ένα κόσμο που θα διέπεται από μια ηθική χωρίς επιτήρηση και χωρίς επικύρωση.
- Το περιοδικό που έβγαζε ο κύκλος αριστερών διανοουμένων γύρω από τον Ζαν Πωλ Σαρτρ
- Πριντομό, Α., 1960: στο Καμύ, Α. 2019, Ελευθεριακά Γραπτά, εκδ. Καστανιώτη, σ.37
- Ζιράρ, Ρ. (2003) Κριτικές από το υπόγειο, σελ.256, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.