Η γριά ξύπνησε στης 3.40 το πρωί. Κοίταξε το ρολόι από συνήθεια και όχι από περιέργεια.
Εδώ και μια εβδομάδα ξυπνούσε στης 3.40 το πρωί σαν να ήταν κουρδισμένη.
Τράβηξε το πάπλωμα από πάνω της φόρεσε τις παντόφλες της και σηκώθηκε από το κρεβάτι για να πάει στην τουαλέτα.
- Κάθε βράδυ τα ίδια… να δω πως θα κοιμηθώ πάλι.
Κάθισε στην λεκάνη και περίμενε η πρησμένη της κύστη να το πάρει απόφαση και να αδειάσει. Πάντα αργούσε μερικά δευτερόλεπτα , ντροπαλή κύστη , προτιμούσε το άρωμα μοσχοσάπουνου από την αμμωνία.
Αναστέναξε βαθιά γιατί αυτό βοηθούσε.
Ο ήχος από γυαλί που σπάει έκανε την γριά να πεταχτεί, και την κύστη να απελευθερώσει έναν έντονα μυρωδάτο καταρράκτη από κάτουρα.
Έσφιξε τα χέρια της στα γόνατα και προσπάθησε να αφουγκραστεί
αν ο ήχος ερχόταν μέσα από το σπίτι της.
Ακούστηκαν έπιπλα να σπρώχνονται και τότε κατάλαβε ότι ο θόρυβος ακουγόταν από τον φωταγωγό.
Μάζεψε τα βρακιά της γρήγορα και έβγαλε το κεφάλι της από το παραθυράκι της τουαλέτας.
- Τι σκατά κάνουν τέτοια ώρα;
Φως είχε μόνο το παράθυρο από το διπλανό διαμέρισμα.
Παράθυρα κουζίνας και τουαλέτας αντικριστά σε έναν φωταγωγό 2χ2. Ιντερλούδια από γεμιστά και σκατίλα, να είναι καλά ο εργολάβος.
Άκουσε πνιχτές κοριτσίστικες φωνές…
Όχι μια φωνή ήταν , δεν χώριζε λέξεις.
Σίγουρα από δίπλα, φαινόταν οι σκιές από την κουρτίνα.
Δεν ήταν λέξεις αυτό που δεν καταλάβαινε, κλάμα ήταν, το κορίτσι από δίπλα έκλαιγε…και βογκητά από τον συνταξιούχο γιατρό… και τα έπιπλα να σέρνονται πάνω στο πάτωμα..
Κατάλαβε τι γινόταν.
Έκατσε στο χείλος της μπανιέρας και έγειρε το κεφάλι της στον τοίχο.
Τα πλακάκια δεν της φαινόταν παγωμένα κι ακούμπησε το μάγουλο της πάνω τους.
Άφησε το χέρι της τεντωμένο από το περβάζι του παράθυρου.
- Μπεκρούλιακα το έκανες… μπεκρούλιακα το μαγάρισες το κοριτσάκι
Το έκανες δεν μπόρεσες…
είπες θα είσαι πατέρας στο ορφανό…
ψεύτη…
που είναι η μάνα να το προστατέψει…
μπεκρούλιακα, σίχαμα
σε έβαζα και μέσα στο σπίτι μου τόσα χρόνια στα παιδιά μου δίπλα στο τραπέζι μου σε τάιζα
στο κορίτσι μου σιχαμένε,
απόβρασμα, μπεκρούλιακα …
που είναι η μάνα να το προστατέψει το κορίτσι της…
αλλά κι αυτή σαν κι εσένα είναι…
το φάγατε το παιδί…σκατανθρωποι….στην κόλαση θα γδέρνουν τα πετσιά σας και δεν θα σας χορταίνουν…
Σίχαμα είπε, και την τρόμαξε η φωνή της
Ο θόρυβος είχε σταματήσει αλλά το φως έκαιγε ακόμα.
Δεν ακουγόταν τίποτα. Όλα είχαν τελειώσει.
Κοντοστάθηκε για μερικά λεπτά, μετά πάτησε το καζανάκι και βγήκε από την τουαλέτα.
Το σπίτι ήταν κρύο και αυτή το ένιωθε. Πήγε και έβαλε μπρος την καφετιέρα.
Πάντα την ετοίμαζε από το προηγούμενο βραδύ.
Τα πόδια της ήταν παγωμένα και πήγε να ξανακουκουλωθεί κάτω από το πάπλωμα.
- Ελπίζω να μην περιμένει να του πω καλημέρα αύριο το πρωί ο σιχαμένος
(είπε χαμηλόφωνα). . . . κι άνοιξε την τηλεόραση.
Δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 1 Μαΐου του 2013 στο Κῶμα Sutra